Πετάει, πετάει το σύννεφο
Ιουστίνη Φραγκούλη – Αργύρη
Ψυχογιός
Έχει την ψευδαίσθηση πως είναι ασφαλής ο παπα-Κωστάγγελος μόνον όταν περάσει το κατώφλι του σπιτιού του. Δεν ξέρει πως εκείνος θα είχε κι απόψε να παλέψει με τις αναμνήσεις του. Δεν είναι που τον καταδιώκουν τύψεις ή ενοχές, είναι που δεν καταλαβαίνει γιατί ξαφνικά τους τελευταίους μήνες ζει πιο έντονα το παρελθόν του απ’ το παρόν.
Σελίδα 29
Α, η παπαδιά πίστευε στη μάθηση γιατί είχε γνωρίσει τι θα πει άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο! Είχε βιώσει πικρά τη μοναξιά του αναλφαβητισμού από τα χρόνια του αδερφού της στην ξενιτιά, όταν δεν μπορούσε να διαβάσει τις δυο αράδες που της έστελνε από την Αμέρικα μαζί με τα τσαλακωμένα δολάρια κάθε μήνα. Έτρεχε στον μπακάλη να της πει τι έγραφε ο ξενιτεμένος. Κι αργότερα υποχρεωνόταν στον πεθερό της να της μεταφέρει τα μηνύματα του άντρα της απ’ το μέτωπο. Ούτε μια τόση τρυφεράδα δεν έσταζε ο λόγος του Κωστάγγελου, γιατί άλλος μεσολαβούσε, της τα διάβαζε ο πατέρας του. «Σ’ το ‘πα και σ’ το ξαναλέω μη μου γράφεις γράμματα, γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα», την άκουγε να σιγοτραγουδάει συχνά κι ένα μοναχικό δάκρυ αυλάκωνε το πρόσωπό της.
Σελίδα 44
Μπήκε στο μπάνιο με τη σειρά του, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και πρόσεξε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του, αποτέλεσμα της ολονύχτιας πάλης με το χθες. Δεν μπορεί να το εξηγήσει πως ορμούν απ’ το πουθενά οι αναμνήσεις, γλυκές και πικρές μαζί και του ταράσσουν την ησυχία. Μήπως ξαναγυρνούν επειδή τις είχε απωθήσει καθώς όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρχε χρόνος; Ή μήπως είναι ένας απολογισμός επειδή πλησιάζει το τέλος;
Σελίδα 47
Ολόκληρο το χωριό ερχόταν να κάνει κουράγιο στη μάνα. Ο πατέρας δεν κατέβαινε στον καφενέ. Απ’ το χωράφι στο σπίτι αμίλητος. Κι οι νοικοκυρές κουβαλούσαν αυγά στον Κωστάγγελο για να φάει να θρέψει. Τα ‘βλεπε να σωρεύονται στα πρεβάζια των παραθύρων και τον έπιανε το παράπονο…
«Βάλ’ τα, ρε μάνα, στις κλώσες να βγούνε πουλόπουλα να φάτε εσείς και τα’ άλλα τα παιδιά. Δε βλέπεις πως φεύγω;»
Σελίδα 61
Θεέ μου, η υπεραφθονία είναι κι αυτή μια πληγή! Σκέφτηκε καθώς αναθυμόταν τις πάνινες κούκλες τις παραγεμισμένες με άχυρα, που ήταν ολημερίς κι ολονυχτίς στα χέρια των δικών του κοριτσιών εκείνα τα πικρά χρόνια της στέρησης. Κι όμως, τις έπαιζαν, έπλαθαν ιστορίες, ζητούσαν απ’ τη θεία τους να τους ράψει ρούχα απ’ τα ελάχιστα κουρέλια που περίσσευαν.
Σελίδα 115
«Χριστίνα, έχω παραγγείλει ένα δώρο για τα δωμάτια των παιδιών», της είπε σχεδόν δειλά. «Έχω αναθέσει σε μια καλή μου φίλη στη Λευκάδα να φιλοτεχνήσει καλλιγραφικά τον ύμνο της αγάπης. Θα ήθελα να μεγαλώνουν όλα τα εγγόνια μου βλέποντας έστω και σε κάδρο, σαν απλή ζωγραφιά, τους λόγους του Αποστόλου Παύλου. Κάποια μέρα θα σταθούν να τα διαβάσουν, θα μπουν στο ταξίδι του βάθους…»
«μα θα την κατανοήσουν τη δύσκολη γλώσσα του ευαγγελίου, πατέρα;» αναρωτήθηκε η Χριστίνα.
«Τίποτε πιο εύκολο, παιδί μου. Ο ορισμός της αγάπης είναι διαχρονικός, λες κι η γλώσσα σταμάτησε σ’ αυτόν εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια:
Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται,
Η αγάπη ου ζηλοί,
Η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται,
Ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται,
Ου λογίζεται το κακόν,
Ου χαίρει επί τη αδικία,
Συγχαίρει δε τη αληθεία.
Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει,
Πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει…»
Σελίδα 119
«Η ζωή είναι φτιαγμένη πάνω σε νόμους. Αν τους παραβείς, γίνεσαι δέσμιος μιας πάλης με το άγνωστο. Προτιμώ να είμαι κύριος του εαυτού μου, παρά να μου παραλογίζεται εκείνος, δυσκολεύοντας τη ζωή μου. Βλέπεις, σέβομαι το σύστημα και τους κανόνες του. Τι θα μου δώσει η γεύση ενός τσιγάρου, το κρασί, αυτά που εσύ συνοψίζεις στη λέξη πάθος; Αυτά κρατάνε μια στιγμή…»
Σελίδα 138
«Πώς μ’ άφησες, μωρέ, τόσο καιρό και σε ταλαιπωρούσα άδικα; Εσύ ήσουνα υποδεκανέας και δεν είχα το δικαίωμα να σε στέλνω πειθαρχείο δι’ ασήμαντον αφορμήν… Συγχώρα με. Κωστάγγελε, ήμουνα καινούργιος και πίστευα πως θα μπορούσα να επιβληθώ μόνο με την αυστηρότητα και την τιμωρία. Συγχώρα με!»
Αυτή ήταν η πιο σημαντική στιγμή της στρατιωτικής του θητείας. Η προσωπική δικαίωση από έναν ανάλγητο στρατιωτικό που, όπως παραδέχτηκε, πειραματιζόταν στο νέο του ρόλο ασκώντας με παραλογισμό την εξουσία.
Σελίδα 146
Όλες οι τελευταίες του εμπειρίες του είχαν γίνει ένας κόμπος στο λαιμό. Τους τα εξιστόρησε όλα με το νι και με το σίγμα. Ο πατεράκης του δε φάνηκε να εκπλήσσεται: «Έτσι είναι, Κωστάγγελέ μου, οι άνθρωποι. Εκεί που νομίζεις ότι τους γνώρισες, σε διαψεύδουν για χάρη της ίδιας της ματαιότητας. Μη νιώθεις νικημένος απ’ την αδικία. Αυτή είναι η κυρίαρχη αρετή του κόσμου ετούτου».
Σελίδα 206
Ο παπα- Κωστάγγελος ψιθυρίζοντας τα λόγια της αξόδιας ακολουθίας παρηγοριόταν, παραδομένος στην πεπερασμένη του μοίρα. Είχε ψάλει και ξαναψάλει τούτους τους στίχους πάνω απ’ τις σορούς της μάνας, του πατέρα και τώρα του μισού του εαυτού. Ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται και διαλύεται πας άνθρωπος… Ήθελε να πιστεύει πως εκείνη έφυγε ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.
Σελίδα 294
Αφού δεν ήθελαν να συνεργαστούν, ο ιερέας ήξερε τον τρόπο να διεκδικήσει το δίκιο του. Έστειλε έξι νεαρούς άστεγους που πήραν ένα αντίσκηνο και το ‘φεραν ως προσωπική τους δωρεά στον περίβολο του Αι- Γιώργη. Κι ύστερα όλο το χωριό ανασκουμπώθηκε να στήσει την εκκλησιά κάτω απ’ την τέντα. Χώρισαν το ιερό με κουρτίνες, μετέφεραν την Αγία Τράπεζα, κρέμασαν σα σε τέμπλο τις φορητές εικόνες στο παραβάν. Τα ικανά χέρια των αντρών, υπό την καθοδήγηση του παπα-Κωστάγγελου, έφτιαξαν ένα ναό από πανί και πίστη.
Σελίδα 300
Είχε τελειώσει πια και την αναμέτρησή του με το παρελθόν. Δεν το ‘βλεπε πλέον σαν απολογισμό, μόνο σαν ξεκαθάρισμα του προσωπικού τοπίου της ζωής του. Γι’ αυτό έπιασε πένα και χαρτί τα τελευταία χρόνια και ταξινόμησε τις αναμνήσεις της πλέριας του ζωής προσπαθώντας ν’ αποτιμήσει τις όποιες της αξίες. Κάθε μέρα, απ’ τις εφτά το πρωί ως το μεσημέρι που περνούσε απ’ της Σοφίας του, κατέγραφε με ακρίβεια τα γεγονότα σαν παρακαταθήκη για τους επιγόνους του. Κι ύστερα έφτιαξε ένα όμορφο ντοσιέ με τα χειρόγραφά του και τα παρέδωσε στην Τζούλια του. Εκείνη είπε ότι θα τακτοποιήσει τα’ απομνημονεύματά του τρυπώνοντάς τα στη ζωή ολάκερης της οικογένειας. Ας είναι. Της έχει εμπιστοσύνη της δικηγορίνας του.
Σελίδα 311
Κι εκεί που τους άκουγε να διασκεδάζουν ξέγνοιαστοι…
…Κι ένιωσε ξαφνικά πως έφευγε και πέταγε πάνω σ’ ένα λευκό πουπουλένιο σύννεφο. Τον περίμενε πέρα μακριά στο βάθος η Αρίστη, ντυμένη με το ρουμπινί της νυφικό.
……
«Μια ζωή με βασάνιζε η απορία σου. Και μόνο μια στιγμή μού φτάνει να σου πω πως ναι. Πετάει το σύννεφο! Πετάει!
Σελίδα 319
Το μπλογκ της Ιουστίνης, εδώ:
Αγαπημένη Ανασούλα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ που ξεχωρίζεις τα πιό όμορφασ κομμάτια του βιβλίου, αυτά που μ έκαναν να στρωθώ να το γράψω.
Επιτέλους, μπορώ να σου γράψω μια και ήρθα στα γρηγορα κομπιούτερς και σπινταριστά ιντερνετ.
Φιλιά σου