Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΔΥΟ ΠΑΤΡΙΔΕΣ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ - Χριστόφορος Σεμέργελης

***


ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΔΥΟ ΠΑΤΡΙΔΕΣ - 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ - 

Χριστόφορος Σεμέργελης


***

Περιγραφή

1878. Ένας άντρας που ζει ριψοκίνδυνα πέφτει θύμα ληστείας στα Χιώτικα, την πιο κακόφημη συνοικία της Σμύρνης. Ορκίζεται να πάρει εκδίκηση, αλλά, προτού καν επουλωθούν οι πληγές του, αναγκάζεται να αφήσει την κοσμοπολίτικη Ιωνία και να ταξιδέψει στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, στην επαναστατημένη Θεσσαλία. Στην προσπάθειά του να διασώσει έναν θησαυρό αμύθητης αξίας που ανακαλύφθηκε στον Βόλο βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα.

Παρασύρεται σε μια θανάσιμη περιπέτεια ενώ την ίδια στιγμή η βία και ο φόβος βασιλεύουν. Για να επιβιώσει, πρέπει να αψηφήσει κάθε κανόνα λογικής. Καθώς το Πήλιο παραδίδεται στις φλόγες του πολέμου, συνδέεται μ’ έναν Άγγλο δημοσιογράφο και ερωτεύεται μια γενναία γυναίκα από τη Μακρινίτσα, που ανατρέπει τα πάντα γύρω του.

Η σκοτεινή διπλωματία και η προδοσία των Μεγάλων Δυνάμεων καθορίζουν τη ζωή του Λεβαντίνου τυχοδιώκτη, ο οποίος προσπαθεί να σταθεί όρθιος σ’ έναν κόσμο που καταρρέει. Ισορροπώντας ανάμεσα σε δύο πατρίδες, θα επιχειρήσει να κλείσει όλους τους ανοιχτούς λογαριασμούς.

Ένα μυθιστόρημα για τις πιο σκοτεινές μέρες της Θεσσαλικής Επανάστασης του 1878. Για τον τραγικό έρωτα δύο νέων που γεννιέται μέσα στη φωτιά του πολέμου.

*** 


***

Συγγραφέας - Βιογραφικό

Ο Χριστόφορος Σεμέργελης γεννήθηκε το 1979 και μεγάλωσε στον Βόλο. Είναι παντρεμένος με τη Χρύσα Σιγανού κι έχουν έναν γιο. Από το 2000 εργάζεται ως υπάλληλος στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, ενώ συνεργάζεται σε σταθερή βάση με τη Θεσσαλία, καθημερινή εφημερίδα της Μαγνησίας.
Το Μία θάλασσα, δύο πατρίδες είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Έχει γράψει επίσης τρία διηγήματα, με τα οποία έλαβε μέρος σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς των εκδόσεων iWrite.gr, με τον γενικό τίτλο Ιστορίες του τόπου μας, και απέσπασε ισάριθμα βραβεία σε Διδυμότειχο (2017), Νάουσα (2018) και Δράμα (2019) αντίστοιχα.

***

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΕΜΕΡΓΕΛΗΣ 

Μία θάλασσα, δύο πατρίδες 

Ιστορικό μυθιστόρημα 

ΚΕΔΡΟΣ 

Χριστόφορος Σεμέργελης: Μία θάλασσα, δύο πατρίδες

 ISBN 978-960-04-5080-4 

Επιμέλεια-Διόρθωση: Βάσω Παπαχρήστου 

Hλεκτρονική σελιδοποίηση-διόρθωση: Νικολέττα Δουλάμη © Χριστόφορος Σεμέργελης, 2020 © Eκδόσεις Kέδρος, A.E., 2020 Kέδρος Εκδοτική Α.Ε. Γ. Γενναδίου 3 Αθήνα 106 78 τηλ. 210 38 09 712-14 • φαξ 210 33 02 655 

www.kedros.gr • facebook.com/kedros.gr e-mail: books@kedros.gr 

Αφιερωμένο στη μνήμη των παππούδων μου, Θεμιστοκλή και Φιλίτσας Ρουσσογιάννη, αλλά και στην αγαπημένη σύζυγό μου Χρύσα, για την ενθάρρυνσή της και τις υπέροχες ιδέες της. 

 kεφαλαιο 1 

To παρατεταμένο σφύριγμα της ατμομηχανής προανήγγειλε την άφιξη της αμαξοστοιχίας που εκτελούσε το δρομολόγιο του εγγλέζικου σιδηρόδρομου από το Αϊδίνι στη Σμύρνη. Μπαίνοντας στον σταθμό της Πούντας, οι επιβάτες άρχισαν να σηκώνονται από τις θέσεις τους και να πιάνουν υπομονετικά τη σειρά τους στην έξοδο του βαγονιού, ώστε να αρχίσει σιγά σιγά η αποβίβαση. Κατέβασα με μια κίνηση από το ράφι την καφέ δερμάτινη βαλίτσα που είχα πάρει στο ολιγοήμερο ταξίδι, τη μοναδική αποσκευή που κουβαλούσα μαζί μου, και κοίταξα έξω από το παράθυρο του τρένου. Ο ουρανός ήταν μουντός και γκρίζος. Δεν είχε καθαρίσει ακόμη από τη βροχή της προηγούμενης νύχτας. Οι λιγοστές αχτίδες του ήλιου διείσδυαν με δυσκολία μέσα από τα σύννεφα, που έμοιαζαν να κινούνται αργά και νωχελικά. Η αποβάθρα ήταν ήδη γεμάτη από κόσμο και, καθώς κατέβαινα, έριξα μια φευγαλέα ματιά στο χρυσό ρολόι που είχα στη δεξιά τσέπη του γιλέκου μου. Ήταν δώρο του πατέρα μου στα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου. Το είχε αγοράσει ακριβώς πριν από μια δωδεκαετία, το 1866, για την ενηλικίωσή μου. Είχε χαραγμένη και σχετική αφιέρωση στην πίσω πλευρά, ενώ στην μπροστινή έφερε 

 σελίδα10 

 τη σφραγίδα του κατασκευαστή του, Όιγκεν Κάρεκερ, το εργοστάσιο ρολογιών του οποίου βρισκόταν στην Κωνσταντία, πόλη της Γερμανίας στην ομώνυμη λίμνη. Το ρολόι είχε ένα λεπτό φινίρισμα από μαιάνδρους, καντράν από λευκό σμάλτο με λατινικούς αριθμούς, ενώ κρεμόταν από μια χοντρή αλυσίδα περασμένη σε χρυσή καρφίτσα για να το στερεώνω στην τσέπη, μαζί με το απαραίτητο κλειδάκι, με το οποίο μπορούσα ανά πάσα στιγμή να το κουρδίζω. Η ώρα έδειχνε έντεκα και τέταρτο ακριβώς. Η προγραμματισμένη συνάντηση που είχα ήταν για τις δώδεκα το μεσημέρι, κάτω από το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής. Μόλις πάτησα το πόδι μου στην αποβάθρα, πήρα μια βαθιά ανάσα, φόρεσα το καπέλο μου και κατευθύνθηκα με γοργό βήμα προς την έξοδο του σιδηροδρομικού σταθμού της Πούντας. Με πλησίασε μια γριά Τουρκάλα, η οποία πουλούσε λουκούμια. Είχε την πραμάτεια της πάνω σ’ έναν επάργυρο δίσκο. Κοντοστάθηκα μπροστά της κι αγόρασα ένα λουκούμι. Γεύτηκα με αγαλλίαση το μυρωδάτο γλυκό που σχεδόν έλιωνε μες στο στόμα και ανέδινε τα πλούσια αρώματά του από τριαντάφυλλο, καϊμάκι, μαστίχα Χίου και ψιλοκαβουρντισμένο αμύγδαλο. Πλησίαζα στον προορισμό μου, με τη γεύση από το λουκούμι ακόμη στο στόμα, όταν ασυναίσθητα έσφιξα το χερούλι της βαλίτσας φέρνοντας στο μυαλό μου το πολύτιμο περιεχόμενό της. Ο λόγος που είχα ταξιδέψει μέχρι το Αϊδίνι ήταν για να συναντηθώ με έναν Εβραίο έμπορο, τον Αρόν Ελιγιά. Κατά κύριο λόγο εμπορευόταν σύκα, αφού η εύφορη γη του τόπου εκείνου παρήγαγε μεγάλες ποσότητες από αυτά τα διαλεχτά φρούτα και άφηνε πολλά κέρδη σε όσους ασχολούνταν επαγγελματικά. Όμως, παράλληλα, πουλούσε και αρχαία νομίσματα. Πριν από έναν μήνα με είχε ειδοποιήσει με μια σύντομη επιστολή ότι είχε κάτι ενδιαφέρον να μου δείξει. Στο γράμμα του δεν αποκάλυπτε περισσότερες λεπτο- 

11 

μέρειες κι έτσι έσπευσα να τον επισκεφθώ. Το ταξίδι δεν πήγε χαμένο, αφού επέστρεψα στη Σμύρνη με τρία χρυσά και πέντε αργυρά νομίσματα στην κατοχή μου. Χρονολογούνταν από την εποχή του Κροίσου, του τελευταίου βασιλιά της Λυδίας. Στην μπροστινή πλευρά απεικόνιζαν τη μάχη ενός λέοντα με έναν ταύρο και ήταν σε εξαιρετική κατάσταση. Η ανακάλυψη των νομισμάτων έγινε τυχαία από τον Αρόν Ελιγιά, σε μια περιοχή κοντά στα ερείπια της Σελεύκειας Καρίας, μιας αρχαίας πόλης του βασιλείου των Λυδών. Ήταν δύσκολος στα παζάρια, αλλά στο τέλος κατάφερα να τον πείσω να μου κατεβάσει την τιμή, με την υπόσχεση ότι θα έβρισκα για λογαριασμό του καινούργιους πελάτες για τα αγροτικά προϊόντα που εμπορευόταν. Πράγμα αρκετά εύκολο, φυσικά, με τους γνωστούς που είχα στο Ιντζίρ Ταρσί, όπου γινόταν το εμπόριο αποξηραμένων σύκων και λειτουργούσαν τα εργαστήρια κατεργασίας τους... Πήρα την παραλιακή οδό από την Πούντα, προσπέρασα τα λουτρά και έπειτα από λίγο ακόμη περπάτημα έφτασα στον Φραγκομαχαλά. Ήταν ώρα αιχμής για την αγορά της Σμύρνης και ο κόσμος στους δρόμους ήταν πολύς. Χάζευα τις βιτρίνες των καταστημάτων που ήταν φορτωμένες με κάθε λογής καλούδια. Εδώ λειτουργούσαν τα πιο μεγάλα και ωραία μαγαζιά σε ολόκληρη την Ανατολή. Ακολουθούσαν την τελευταία λέξη της μόδας με κομμάτια που έφερναν από το Παρίσι, τη Βιένη και άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ρωμιοί και Φράγκοι περπατούσαν φορώντας τα χαρακτηριστικά ημίψηλα καπέλα τους. Λάτρευα αυτή την πολύβουη εικόνα της Σμύρνης, καθώς οι φωνές των καταστηματαρχών κυριαρχούσαν σε κάθε γωνιά της συνοικίας. Πέρασα από το Τρίστρατο της Αγίας Φωτεινής, το σημείο όπου αντάμωναν τρεις δρόμοι: του Γερανίου, των Γυαλάδικων και του Φραγκομαχαλά. Δεν απείχα παρά ελάχιστα από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Ο ναός ετούτος ήταν ο πιο ωραίος σ’ ολάκε- 

12 

 ρη τη Σμύρνη. Έστριψα και είδα απέναντί μου το πανύψηλο καμπαναριό που δέσποζε στην πόλη. Και, καθώς τα γκρίζα σύννεφα χάνονταν αφού ο καιρός καλυτέρευε, ο χρυσός σταυρός που βρισκόταν στο καμπαναριό απαστράπτων από τις αχτίδες του ήλιου, έμοιαζε με το πιο λαμπερό στολίδι του ουρανού. Οι δείκτες του ρολογιού θα σήμαιναν δώδεκα το μεσημέρι σε δέκα λεπτά. Είχα λίγο ακόμη χρόνο στη διάθεσή μου προτού συναντηθώ με τον Έντουαρντ Φίλιπ Μπόρελ. Ήταν το προτελευταίο παιδί του Χένρι Πέριγκαλ Μπόρελ, από τα εννέα που είχε κάνει με την Αμέλια Μπόντιγκτον. Ήταν γεννημένος το 1838, δέκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα, αλλά διατηρούνταν τόσο καλά που δύσκολα μάντευε κάποιος την πραγματική του ηλικία. Οι γονείς του είχαν παντρευτεί το 1820 στη Σμύρνη και δημιούργησαν μια πολυμελή οικογένεια, από τις μεγαλύτερες που γνώριζα στα μέρη μου. Ο Χένρι Πέριγκαλ Μπόρελ είχε γεννηθεί στο Λονδίνο. Συνέλεγε αρχαία νομίσματα κι αφού ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1818 εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Άνοιξε εδώ ένα κατάστημα, δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε και ασχολήθηκε με το εμπόριο μέχρι που πέθανε το 1851. Το πάθος του για τη συλλογή αρχαιοτήτων ήταν μεγάλο. Είχε ανακαλύψει πολλές ελληνικές και ρωμαϊκές επιγραφές, αγάλματα, αλλά και νομίσματα και δεν ήθελε επ’ ουδενί να καταλήξουν στα σεντούκια πλούσιων Τούρκων. Τα περισσότερα τα είχε στείλει στο Βρετανικό Μουσείο, όπως και στη Νομισματική Εταιρία του Λονδίνου, με την οποία συνεργάστηκε από το 1839 έως τον θάνατό του. Ο Έντουαρντ ακολουθούσε τα βήματα του παππού του, Τζον Μπόρελ, ο οποίος ήταν ωρολογοποιός στο Λονδίνο. Είχε μαθητεύσει κοντά του και πλέον κατασκεύαζε κι εκείνος ρολόγια που τα προμήθευε σε πλούσιους Οθωμανούς. Στο κατάστημα που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του στη Σμύρνη, έφτιαχνε τόσο 

13 

ωραία επιτραπέζια ρολόγια, πραγματικά έργα τέχνης, περιζήτητα σε κάθε γωνιά της Ανατολής και, παρότι κόστιζαν πολλές λίρες, έβρισκε πάντοτε πρόθυμους αγοραστές. Η οικονομική άνεση που είχε αποκτήσει του επέτρεπε να ασχολείται και με την αρχαιολογική έρευνα. Ήταν ωραίος τύπος κι ας προσπαθούσε ώρες ώρες να ισορροπήσει ανάμεσα στο μεσογειακό ταμπεραμέντο και στη βρετανική υπεροψία, που χαρακτήριζε πολλούς συμπατριώτες του. Είχε την οξυδέρκεια του πατέρα του, αλλά πιο πολύ με εντυπωσίαζαν οι ευγενικοί του τρόποι, τους οποίους είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του. Η αλήθεια είναι πως η Αμέλια Μπόντιγκτον καταγόταν από εξαιρετική οικογένεια. Πριν από πολλά πολλά χρόνια, ο παππούς της Τζορτζ Μπόντιγκτον είχε χρηματίσει καγκελάριος της Σμύρνης διορισμένος από το αγγλικό στέμμα. Ένας άλλος προπάππους της ήταν μέλος της Αγγλικής Εταιρίας της Ανατολής, που είχε έδρα το Χαλέπι της Βόρειας Συρίας και εμπορευόταν μπαχαρικά, βαμβάκι, κορινθιακή σταφίδα, σαπούνι και μετάξι. Και φτάνοντας ακόμη πιο πίσω το γενεαλογικό τους δέντρο, ο προ-προπάππους της μητέρας του ήταν ένας από τους πρώτους διευθυντές της Τράπεζας της Αγγλίας. Ο Έντουαρντ Μπόρελ συνήθιζε να την αποκαλεί «Η Γηραιά Κυρία της οδού Θρέντνιντλ», όπως και πολλοί Βρετανοί άλλωστε, αφού η έδρα της Τράπεζας βρισκόταν επί της ομώνυμης οδού στο κέντρο του Λονδίνου. Πάντοτε μιλούσε με καμάρι για την οικογένειά του. Δικαιολογημένα άλλωστε. Κάθε φορά που συναντιόμασταν, είτε για δουλειά είτε για διασκέδαση, του άρεσε να διηγείται την ίδια ιστορία. Ξανά και ξανά, μέχρι που την είχα μάθει απέξω και ανακατωτά. Το ρολόι στο ολόλευκο καμπαναριό σήμανε δώδεκα ακριβώς και η καμπάνα άρχισε να χτυπάει. Ο ήχος της τρόμαξε ένα σμάρι από περιστέρια που βρίσκονταν λίγο παραπέρα και πέταξαν από 

 14 

 μπροστά μου, για να χαθούν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα πίσω από τις σκεπές των παρακείμενων σπιτιών. Στον ενδέκατο χτύπο του ρολογιού ο Έντουαρντ Μπόρελ εμφανίστηκε μπροστά μου. «Γουίλιαμ, παλιόφιλε... Δεν πιστεύω να φαντάστηκες ότι δεν θα ερχόμουν στην ώρα μου», είπε και με αγκάλιασε εγκάρδια. Η στριγκλιά ενός μικρού παιδιού με έκανε να στραφώ προς την αντίθετη πλευρά. Είχε ξεφύγει από την προσοχή της μητέρας του κι έπεσε με δύναμη στο πλακόστρωτο, και από τον πόνο έβαλε τα κλάματα. Τότε ο Μπόρελ βρήκε την ευκαιρία να με χτυπήσει ελαφριά στην πλάτη με το καινούργιο μπαστούνι του. Ήταν ένα πραγματικό κομψοτέχνημα από έβενο, διακοσμημένο με ασημένια λαβή, αλλά και μικρές λεπτομέρειες από αχάτη στο περιλαίμιο. Το είχε παραγγείλει πριν από πολύ καιρό από έναν κατασκευαστή μπαστουνιών στο Λονδίνο, που ήταν διάσημος σε όλο τον κόσμο. Και για έναν δανδή όπως ο Μπόρελ, ο οποίος επιδίωκε να είναι άψογα ντυμένος σε κάθε περίσταση, ένα ανάλογο μπαστούνι ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα στην εμφάνισή του. «Δεν σου έχουν πει ότι δεν πρέπει να γυρίζεις ποτέ την πλάτη σε κανέναν, ιδιαίτερα όταν κουβαλάς έναν θησαυρό μαζί σου;» σχολίασε γελώντας. «Πάψε. Θέλεις να μάθουν όλοι στη Σμύρνη τι έχω μες στη βαλίτσα μου;» απάντησα μεμιάς και του έκανα νόημα να σωπάσει. «Εξάλλου», πρόσθεσα χαμηλόφωνα, «λαμβάνω πάντα τα μέτρα μου», και του έδειξα με τρόπο ένα Lefaucheux, το περίστροφο που είχα περασμένο στη ζώνη μου. Το είχα κερδίσει την πρωτοχρονιά του 1875 από έναν Αμερικανό σε μια παρτίδα χαρτιά στην Κωνσταντινούπολη και έκτοτε με συντρόφευε σε κάθε μου βήμα. Ήταν κατασκευασμένο από κράμα σιδήρου, ενώ η λαβή του ήταν κοκάλινη, με περίτεχνα διακοσμητικά μοτίβα που παρέπεμπαν στη φύση. 

15 

Σε δύο περιπτώσεις είχε χρειαστεί να το χρησιμοποιήσω μάλιστα, αφού η συλλογή και η διακίνηση αρχαίων αντικειμένων ενίοτε μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα λίαν επικίνδυνο επάγγελμα. Την πρώτη φορά βρισκόμουν στο Γουάιτσάπελ, περιοχή στο ανατολικό Λονδίνο, όταν μια συμμορία Ιρλανδών μου επιτέθηκε με σκοπό να με ληστέψει. Προσπάθησαν να μου αποσπάσουν το δέμα που κουβαλούσα και περιείχε την κεφαλή ενός αγάλματος, το οποίο προοριζόταν για το Βρετανικό Μουσείο. Τη δεύτερη φορά συνέβη εδώ στη Σμύρνη. Περπατούσα σε ένα στενοσόκακο κοντά στο Ισάρ Τζαμί, όταν ένας Ατζέμης με μαύρο φέσι, όπως αποκαλούσαμε τους Πέρσες, νόμιζε πως θα με τρομάξει με το μαχαίρι που με απειλούσε, για να καταλήξει με σπασμένο κεφάλι και μια σφαίρα στον ώμο για... ενθύμιο. Γύρισα προς τον Έντουαρντ και του πρότεινα να πάμε προς τις Μεγάλες Ταβέρνες, να πιούμε κάνα τσίπουρο. «Τι λες, λοιπόν, να περάσουμε μια βόλτα; Έτσι, για το καλωσόρισμα», του είπα και του έκλεισα το μάτι. «Για αργότερα, έχει ο Θεός...» Συγκατένευσε και στρίψαμε δεξιά. Θα πηγαίναμε στο μαγαζί του κυρ Αλέξανδρου Πάντου. Ήταν συγχωριανός του πατέρα μου, από τη Ζαγορά Πηλίου. Δεν είχε συμπληρώσει καν τα δεκάξι του χρόνια, όταν πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί. Έφυγε έφηβος από το χωριό και δεν γύρισε ποτέ πίσω στον τόπο του. Έφτασε μέχρι την Οδησσό, πάνω στη Μαύρη Θάλασσα, και έκανε μεγάλη περιουσία. Το 1853, με την έκρηξη του Κριμαϊκού Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου η Οδησσός βομβαρδίστηκε ανηλεώς από τους Άγγλους και τους Γάλλους, είδε το βιος του να εξανεμίζεται. Έτσι, το 1856, ήρθε στη Σμύρνη, όπου άρχισε να ασχολείται με την εισαγωγή σπίρτου από τον Εύξεινο Πόντο. Συνεργαζόταν με άλλους Έλληνες που είχαν προτιμήσει να μείνουν πίσω και να μη φύγουν εξαιτίας του πολέμου. Είχε στήσει 

 16 

 σπουδαία επιχείρηση ο κυρ Αλέξανδρος. Πέρα από τη χονδρική, είχε ανοίξει και μια ταβέρνα, η οποία γέμιζε κόσμο που πήγαινε για να πιει ένα ποτηράκι. Κι εκεί μέσα μπορούσες να βρεις ό,τι λαχταρούσε η ψυχή σου. «Καλώς τα παιδιά», μας υποδέχτηκε κι έκανε νεύμα σ’ έναν υπάλληλό του να μας βρει ένα καλό τραπέζι. Γνώριζε καλά τον πατέρα μου και ήταν φίλοι από παλιά. Κρατούσαν από το ίδιο μέρος και ο νόστος για την πατρίδα τούς ένωνε όλα αυτά τα χρόνια. Ώρες ατελείωτες συζητούσαν για τις ομορφιές του Πηλίου, της γης που αποχωρίστηκαν από νέοι αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. «Τι κάνει ο Αρίστος;» με ρώτησε ο ασπρομάλλης Πηλιορείτης με το που καθίσαμε. «Καιρό έχει να περάσει από το μαγαζί. Να του μεταφέρεις τους χαιρετισμούς μου, παιδί μου. Μην το λησμονήσεις, σε παρακαλώ. Και να του μηνύσεις ότι θα τον περιμένω αύριο στην Ήβη να τον κεράσω έναν καφέ. Πες στον καπετάνιο να μην ξεχνάει τους συγχωριανούς του», συμπλήρωσε πειρακτικά και γέλασε με την καρδιά του. «Αλίμονο, κυρ Αλέξανδρε. Το γνωρίζεις πως είσαι ο καλύτερος φίλος του σ’ ετούτα εδώ τα μέρη. Μόλις φτάσω σπίτι, αμέσως θα του πω πως τον γυρεύεις», απάντησα, ενώ στο τραπέζι μας είχαν καταφθάσει ήδη οι πρώτοι θαλασσινοί μεζέδες που θα συνόδευαν το τσίπουρο. «Οι Έλληνες ξέρετε να γεύεστε τη ζωή», μονολόγησε ο Έντουαρντ, καθώς κατέβαζε την πρώτη γουλιά από το τσίπουρό του. Αν και δεν ήταν Σμυρνιός, ομολογουμένως έτρεφε αδυναμία στα αποστάγματα των σταφυλιών. Για χρόνια έπινε το γενί ρακί, το επονομαζόμενο από τους Τούρκους «γάλα του λιονταριού», αλλά και αράκ, το αλκοολούχο εθνικό ποτό της Μέσης Ανατολής. Όμως, από τότε που γνωριστήκαμε και δοκίμασε για πρώτη φορά τσίπουρο, δεν έχανε ευκαιρία να επισκεφθεί το μαγαζί του Πάντου. 

17 

«Κατά βάθος είσαι δικός μας κι εσύ, Έντουαρντ. Άλλωστε, στη Σμύρνη γεννήθηκες», τον πείραξα και τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη. Έπειτα έπιασα τη βαλίτσα μου. Την άνοιξα και έβγαλα από μέσα ένα πράσινο βελούδινο πουγκί, χρυσοκεντημένο στις άκρες του που χωρούσε μες στη χούφτα μου, και το άφησα πάνω στο τραπέζι. Ο Μπόρελ δεν μίλησε. Για μια δυο στιγμές περιεργάστηκε το πουγκί και στη συνέχεια με αργές κινήσεις το έλυσε και κοίταξε σιωπηλός το περιεχόμενό του. Έδειχνε κατάπληκτος. Δεν βρίσκαμε συχνά νομίσματα εκείνης της εποχής και γνώριζε πως επρόκειτο για ένα εξαιρετικό εύρημα. Δεν θα τα κρατούσε για τον εαυτό του, αλλά θα τα έστελνε το ταχύτερο δυνατό στην Αγγλία, για λογαριασμό της Βασιλικής Νομισματικής Εταιρίας του Λονδίνου. Γέμισα τα ποτήρια μας αδειάζοντας μέχρι την τελευταία σταγόνα και τη δεύτερη καράφα από το μυρωδάτο τσίπουρο και εστίασα το βλέμμα μου στον συνδαιτυμόνα μου. Όφειλα να το ομολογήσω: Το πάθος του ήταν εφάμιλλο του πατέρα του. Τόσο εκείνος όσο και ο αείμνηστος Χένρι Πέριγκαλ Μπόρελ, όλα αυτά τα χρόνια είχαν εντοπίσει αρχαιολογικούς θησαυρούς μεγάλης αξίας. Και, τώρα, ο Έντουαρντ, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, αφιέρωνε εξίσου πολύ χρόνο και ενέργεια σε όλο αυτό. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι διακινδύνευε, αλλά κατάφερνε να εξάγει τα νομίσματα μαζί με τις υπόλοιπες αρχαιότητες κάτω από τη μύτη των Οθωμανών. Το παρήγορο ήταν πως έτσι τα διέσωζε, αφού εάν κατέληγαν στα χέρια επιτήδειων ή κάποιου άπληστου Τούρκου μπέη, θα είχαν σίγουρα διαφορετική τύχη. «Ελπίζω να μη σε δυσκόλεψε αυτός ο αγύρτης στο Αϊδίνι», μονολόγησε. «Μην ανησυχείς για τον Ελιγιά. Τον έχω μάθει καλά. Το μόνο πράγμα που τον ενδιαφέρει κατά βάθος είναι να γεμίζει το σε- 

18 

 ντούκι του. Κι επειδή δεν θέλει να χάσει μια τόσο προσοδοφόρα πηγή εσόδων, έχουμε εξασφαλισμένη τη συνεργασία του και προπάντων την εχεμύθειά του», απάντησα. «Το καλό που του θέλω. Άλλωστε, το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσα στην παρούσα φάση είναι να μπλεχτούν στα πόδια μας οι Τούρκοι», είπε και συμπλήρωσε: «Γουίλιαμ, αύριο να περάσεις από το μαγαζί μου για να εισπράξεις την αμοιβή σου. Τα πήγες θαυμάσια για μια ακόμη φορά. Και τώρα θα μου επιτρέψεις. Νομίζω ότι είναι πιο φρόνιμο να επιστρέψω στην οικία μου, προτού το πιοτό με κάνει χειρότερα και με στριμώξουν σε κάνα σοκάκι του Φραγκομαχαλά για να με ληστέψουν». Σηκώθηκε από την καρέκλα του κάνοντας νόημα στον ταβερνιάρη. «Ο λογαριασμός είναι δικός μου», απευθύνθηκε στον Πάντο και, αφού φόρεσε το καπέλο του, με αποχαιρέτησε. Καθώς τον έβλεπα να κατευθύνεται προς την έξοδο, αναλογίστηκα ότι το εμπόριο νομισμάτων είχε εξελιχθεί σε μια άκρως επικερδή συναλλαγή και για μένα. Όσο πιο σπάνια ήταν τα ευρήματά μου, τόσο καλύτερα με αντάμειβε ο Μπόρελ. Και ήταν αλήθεια πως χάρη στη συνεργασία μας είχε εμπλουτίσει τη συλλογή του. Τα πιο ξεχωριστά κομμάτια που είχαμε εντοπίσει ήταν από ήλεκτρο και ανάγονταν κοντά στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Στη Μικρά Ασία είχαν κατασκευαστεί τα πρώτα νομίσματα στην Ιστορία κι όταν πια έγιναν απαραίτητα για τις καθημερινές συναλλαγές των ανθρώπων, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν διαδώσει τη χρήση τους από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι τις εσχατιές της Ιβηρικής Χερσονήσου. Οι μυθικοί θεοί, ήρωες και πλάσματα της μυθολογίας, αλλά και τα πρόσωπα των βασιλέων, ήταν οι συχνότερες απεικονίσεις των νομισμάτων που εντόπιζα, είτε ερευνώντας στα ερείπια ιωνικών πόλεων, είτε μέσα από το μυστικό αλισβερίσι μου 

19 

με ντόπιους που τα ανακάλυπταν, συνήθως τυχαία, στο όργωμα ή σε άλλες αγροτικές εργασίες κοντά σε αρχαίους οικισμούς. Τους τελευταίους μήνες είχα σταθεί τυχερός, αφού είχα προμηθεύσει τον Μπόρελ με πολλά ρωμαϊκά αυτοκρατορικά νομίσματα, μέχρι και βυζαντινούς σόλιδους. Τα τελευταία μού ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία, αφού στη θέα τους έβλεπα μπροστά μου να ξεπηδούν ιστορίες θριάμβων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, προτού τα τουρκικά ασκέρια αλώσουν την Πόλη. Έτσι έφερνα στη θύμησή μου και τη Σμυρνιά γριά παραμάνα μου η οποία, σαν με κανάκευε όταν ήμουν παιδί, μου ’λεγε ιστορίες του ένδοξου παρελθόντος των Γραικών από τους βασιλιάδες που κυβέρνησαν την Κωνσταντινούπολη. Κι όταν οι διηγήσεις της έφταναν στην αποφράδα ημέρα της Άλωσης, τότε που ο τρισκατάρατος Μωάμεθ Β΄ μπήκε θριαμβευτής στη βασιλίδα των πόλεων κι έδωσε τη χαριστική βολή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τη θυμόμουν που μοιρολογούσε κι έλεγε πως «πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι». Έβγαλα από την τσέπη μου το ρολόι για να δω την ώρα. Είχε μεσημεριάσει, κόντευε πια δυόμισι. Δεν έχουν άδικο τελικά εκείνοι που λένε ότι με καλή συντροφιά ο χρόνος κυλάει χωρίς να το παίρνεις είδηση. Κίνησα κι εγώ να φύγω από την ταβέρνα του Πάντου ο οποίος, μόλις με είδε να σηκώνομαι από το τραπέζι, έκανε νεύμα στον σερβιτόρο να φέρει ένα δέμα από την κουζίνα. «Να πας στο καλό, παιδί μου. Χάρηκα που σε είδα σήμερα. Πάρε κι αυτό το πεσκέσι για τον πατέρα σου. Είναι ο αγαπημένος μεζές του καπετάνιου», είπε καθώς με ξεπροβόδιζε. Ήταν μαύρο χαβιάρι από την Κασπία Θάλασσα. Εξαιρετικής ποιότητας και ίσως ένα από τα ακριβότερα εδέσματα που κυκλοφορούσαν στον κόσμο. Το διατηρούσε μέσα σε μεγάλα βαρέλια από φιλύρα. Όφειλα να ομολογήσω πως επρόκειτο για έναν 

 20 

 ακαταμάχητο πειρασμό γεύσης και μόλις άνοιξα το βάζο μύρισε το ιώδιο της θάλασσας. Και, παρότι το ισλάμ απαγόρευε την κατανάλωση ψαριών χωρίς λέπια, γνώριζα πως υπήρχαν αρκετοί πλούσιοι Τούρκοι, οι οποίοι προμηθεύονταν μαύρο χαβιάρι στα κρυφά. 

***

ΠΗΓΗ

***

ΣΧ. Μόλις κυκλοφόρησε! ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ κ. Σεμέργελη!

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Κώστας Σπανός - Θεσσαλικό Ημερολόγιο - 41 ΧΡΟΝΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ - 77 ΤΟΜΟΙ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

41 ΧΡΟΝΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ - 77 ΤΟΜΟΙ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Κώστας Σπανός: «Η Θεσσαλία πέρασε δύσκολες στιγμές, αλλά δεν γονάτισε ποτέ»

"Δεν ζήτησα ποτέ κρατική επιχορήγηση" τονίζει ο εκδότης του Θεσσαλικού Ημερολογίου

***


***
Αθόρυβα και ακούραστα επί 40 χρόνια ο Κώστας Σπανός καταγράφει την ιστορία της Θεσσαλίας
Συνέντευξη στον Μενέλαο Κατσαμπέλα
«Αποτολμούμε την έκδοση γιατί διαπιστώνουμε ότι η προσπάθεια για την έρευνα του θεσσαλικού χώρου έγινε κύρια φροντίδα πολλών νέων ικανών επιστημόνων, οι οποίοι αγκάλιασαν την ιστορία και τη λαογραφία της Θεσσαλίας και ασχολούνται με μεράκι, επιμονή και σύστημα με τη συγγραφή μικρών και μεγάλων μελετών. Το πρόβλημα της πνευματικής στέγης για τους εργάτες αυτούς του πνεύματος προβάλλει άμεσο και καθοριστικό για την απρόσκοπτη συνέχεια της προσπάθειάς τους».
Το παραπάνω απόσπασμα αναγραφόταν στα προλογικά του πρώτου τόμου του Θεσσαλικού Ημερολογίου, που κυκλοφόρησε το 1980. Σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, ο Κώστας Σπανός, ο γιος του Βασίλης και οι συνεργάτες τους, έχοντας πλέον φτάσει τους 77 τόμους του Ημερολογίου, που κυκλοφορεί δύο φορές το χρόνο, επιμένουν στην εξαντλητική ιστορική έρευνα του θεσσαλικού χώρου, αναζητώντας πρωτογενές αρχειακό υλικό, άγνωστο και ανεκμετάλλευτο. Γι’ αυτό το τεράστιο έργο μιλάει σήμερα στη larissanet ο δάσκαλος και εκδότης του «Θεσσαλικού Ημερολογίου», Κώστας Σπανός. Εστιάζει στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, τις μελλοντικές του δραστηριότητες, καθώς και τις νέες προκλήσεις που καλούνται οι Θεσσαλοί να αντιμετωπίσουν, ξεπερνώντας τες, όπως κατάφερναν πάντα.
Αναλυτικά η συνέντευξη έχει ως εξής:
 Με την πρόσφατη κυκλοφορία του 77ου τόμου, ξεκίνησε αισίως η … 5η δεκαετία παρουσίας του «Θεσσαλικού Ημερολογίου», ενός έργου ζωής για εσάς, χωρίς αμφιβολία. Πώς αποκρυσταλλώνονται στο νου σας αυτά τα 41 χρόνια έρευνας, μελέτης και καταγραφής της θεσσαλικής Ιστορίας;
Αν και βρισκόμαστε στο 41ο έτος, με 77 τόμους, νομίζω πως πέρυσι εκδόθηκε ο 1ος τόμος του «Θεσσαλικού Ημερολογίου». Η έκδοσή του ήταν ένα όνειρο, το οποίο αγκάλιασαν όλοι, σχεδόν, οι φιλίστορες. Μετρώντας τα περιεχόμενα των 77 τόμων, νομίζω πως οι συνεργάτες του τόμου, οι οποίοι είναι πολλοί, έδωσαν ό,τι καλύτερο μπόρεσαν για την ανάδειξη της Θεσσαλικής Ιστορίας. Έχουμε καλύψει πολλά θέματα και μένουν ακόμα πολλά.
• Σε ποιους τομείς της ιστορικής έρευνας να περιμένουμε ότι εσείς, ο γιος σας Βασίλης που πήρε τη σκυτάλη και οι συνεργάτες σας εστιάζουν αυτό το διάστημα την προσοχή τους ώστε να παρουσιάσουν τα πονήματά τους σε επόμενους τόμους;
Η Θεσσαλική Ιστορία αρχίζει από την Νεολιθική Εποχή, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα να αναδείξουμε πολλά θέματα. Μεταξύ των στόχων μας είναι η παρουσίαση των Θεσσαλών αγωνιστών του 1821 και η έκδοση ποικίλων ανέκδοτων εγγράφων, κυρίως της περιόδου της οθωμανικής κατοχής, των οποίων οι πληροφορίες θα βοηθήσουν πολλούς στη σύνθεση έγκυρων άρθρων και μελετών. Αξίζει τον κόπο να παρουσιάσουμε τα τοπωνύμια των ορεινών οικισμών μας, διότι η γη έχει εγκαταλειφθεί και σε λίγο θα χαθούν όλα τα τοπωνύμια, τα οποία είναι η ακτινογραφία κάθε περιοχής. Να προλάβουμε να μη χαθούν, όπως χάθηκαν στην πεδιάδα λόγω του αναδασμού. Ένας άλλος στόχος μας είναι να συνεχίσουμε τη μετάφραση άρθρων ξένων ιστορικών και αρχαιολόγων τα οποία αναφέρονται στη Θεσσαλία.
• Ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο ενός υποστηρικτή του έργου σας, αναφερόταν στις δυσκολίες για να εξασφαλίσετε το κόστος έκδοσης του περιοδικού για τη συνέχιση της κυκλοφορίας του. Πώς τα καταφέρνετε;
Όλα αυτά τα χρόνια, μοναδική βοήθεια μάς προσφέρουν οι συνδρομητές του «Θεσσαλικού Ημερολογίου». Ποτέ δεν ζήτησα κρατική επιχορήγηση. Πιστεύω πως η έκδοση ενός ιστορικού περιοδικού πρέπει να στηρίζεται στις δυνάμεις του και όχι στην κρατική ενίσχυση. Με δυσκολία, φυσικά, αντιμετωπίζω τα έξοδα, αλλά πάντα, δόξα τω Θεώ, τα καταφέρνω. Πολύ μας βοηθούν ο Δημήτρης Καλούσιος, στα Τρίκαλα, ο Γιώργος Κλήμος, στην Καρδίτσα, ο Βασίλης Πλάτανος στη Θεσσαλονίκη και ο Μιχάλης Λαφαζάνης, στον Αμπελώνα. Φυσικά και οι συνδρομητές μας, οι οποίοι μας συμπαραστέκονται πρόθυμα. Ευκαιριακά να σημειώσω ότι, από τις βιβλιοθήκες των θεσσαλικών πόλεων και κωμοπόλεων μόνο μία είναι συνδρομητής, η Λαϊκή Βιβλιοθήκη του Βόλου!
• Το τελευταίο βιβλίο που παρουσιάσατε είναι το «Λεξικό των Θεσσαλικών Βαφτιστικών Ονομάτων, 15ος-19ος αιώνας», που αντιμετώπισε μία ιδιαίτερα ενθαρρυντική ανταπόκριση από τους αναγνώστες. Πώς αισθάνεσθε για την πορεία του συγκεκριμένου βιβλίου και τί να περιμένουμε από εσάς στο άμεσο μέλλον;
Tο Λεξικό αυτό υπήρξε το αποτέλεσμα μιας 30χρονης έρευνας στους κώδικες των θεσσαλικών μοναστηριών. Οφείλω πολλές ευχαριστίες στους ηγουμένους των μοναστηριών, στο ΚΕΜΝΕ της Ακαδημίας και στο ΙΠΑ/ΜΙΕΤ για τα φωτοαντίγραφα που μου παραχώρησαν, καθώς και στον καθηγητή της Ιατρικής Κων. Μαλίζο για τα εκδοτικά έξοδα. Είμαι χαρούμενος για όσα μου έγραψαν λόγιοι και ονοματολόγοι. Αυτό υπήρξε η αμοιβή μου. Έχω έτοιμο, σχεδόν, ένα βιβλίο με τους Θεσσαλούς Κωδικογράφους (17ος-19ος αι.), οι οποίοι αντέγραψαν διάφορα βιβλία που βρίσκονται σε πολλές μοναστηριακές και μη βιβλιοθήκες, αλλά δεν έχω εξασφαλίσει πολλές φωτογραφίες με το κωδικογραφικό σημείωμα του Θεσσαλού γραφέα. Ελπίζω πως θα καταστεί εφικτό να το εκδώσω κάποια μέρα.
• Και μια ερώτηση που δεν απευθύνεται μόνο στον ιστορικό ερευνητή αλλά και στον δάσκαλο και διανοούμενο Κώστα Σπανό: Έχοντας μελετήσει βαθιά την ιστορία των Θεσσαλών, που κατάφεραν να επιβιώσουν, να δημιουργήσουν και να προκόψουν μέσα από μεγάλες δυσκολίες και ευρύτερες συγκυρίες που φλέρταραν ακόμα και με την καταστροφή, πως πιστεύετε ότι θα καταφέρουν να αντιπαλέψουν τα στοιχήματα της σημερινής εποχής που είναι αντιστοίχως ιδιαίτερα επικίνδυνα;
Η Θεσσαλία, όπως και όλη η Ελλάδα, έζησε πολλές δύσκολες περιόδους, με φτώχεια, πείνα, πανδημίες και κατατρεγμούς χωρίς να γονατίσει. Πιστοί στην οικογένεια, και στον τόπο μας, πολεμήσαμε και θα πολεμήσουμε όλες τις δυσκολίες της εποχής μας και θα προχωρήσουμε.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET



***
ΠΗΓΗ

Κώστας Σπανός - Θεσσαλικό Ημερολόγιο - ΠEΡIEXOMENA ΤΟΥ 77oυ ΤΟΜΟΥ

***
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ ΝΕΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ τ.. 77ος
ΠEΡIEXOMENA ΤΟΥ 77oυ ΤΟΜΟΥ
ΤΖΙΑΦΑΛΙΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ HELLY BRUNO (μετ. Κώστας Σαμαράς), Επιγραφές της περραιβικής Τριπολίτιδας. Βασιλικές επιστολές του Δημη-τρίου Β΄ της Μακεδονίας και του Αντιγόνου Δώσωνος
ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ, Προϊστορικοί οικισμοί στην περιοχή της Τσαριτσάνης
SANTIN ELEONORA (Χρ. Πολέζε), Το επίγραμμα του αυλιστή Αντιγένη
ΣΠΑΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ, Φορολογικά των Μηλεών του Βόλου (1818-1819)
ΜΠΑΡΤΣΩΚΑ ΑΓΑΘΗ, Οι πρώτες ύλες των νεολιθικών λιθοτεχνιών
της Θεσσαλίας
ΛΙΑΠΗΣ ΚΩΣΤΑΣ, Μνημόσυνο χρέος. Λίγα λόγια για το μεγάλο έργο του αοίδημου φίλου Γιώργου Θωμά (1930-3.8.2019)
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΝΝΑ, Τρεις οικισμοί των Τρικάλων στην απογραφή του 1454/1455. Βάκαρι - Πολόπ - Τυχάι
KΑYAPINAR LEVENT- KΑYAPINAR AYŞE, H Ελασσόνα και 25 οικισμοί της στην απογραφή των Οθωμανών του 1570 (ΤΤ 695)
BARTH HEINRICH (μετ. Νίκος Η. Ζδάνης), Εντυπώσεις από την περιοχή
της Ελασσόνας το 1862
ΚΛΗΜΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, Εκκλησιαστική βιβλιογραφία του Ν. Καρδίτσας, 3ο
ΜΥΛΩΝΑΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Τα τοπωνύμια του Φαναρίου της Καρδίτσας
ΦΟΥΡΤΟΥΝΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, Τα τοπωνύμια του Τισαίου όρους και τα α-κτωνύμια της ανατολικής και μεσημβρινής ακτής της χερσονήσου του
ΤΣΑΚΝΑΚΗΣ ΕΥAΓΓ., Ο Αρσένιος Περραιβός: η σχέση του με τους Υψηλάντηδες και μία υποψία μόλυνσης από πανώλη στη Σκιάθο (1828)
ΓΚΟΥΜΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, Ο Αργυροκαστρίτης Σελήμ Ζούρπα δανείζει τους κατοίκους του Δουσίκου (26.10.1823)
ΚΑΛΟΥΣΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ., Ο επίσκοπος Τρίκκης και Σταγών Άνθι-μος Παντελάκης (21.6.1907-6.8.1914)
ΜΑΤΡΑΚΗ ΑΘΗΝΑ, Δημήτριος Κωνσταντίνου. Ένας άγνωστος ολύμπιος αγωνιστής του 1821
ΣΠΑΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ, Ο επίσκοπος των Σταγών Διονύσιος Β΄ (1824-1832;)
ΜΠΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, Τα κτήματα της Ολυμπιώτισσας στην πεδιάδα της Ελασσόνας
ΣΓΑΝΤΖΟΣ ΜΑΡΚΟΣ, Οι δύο διαθήκες του Διονυσίου Πύρρου
του Θετταλού (1771-1853)
ΔΟΜΟΥΖΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, Το μητρώο αρρένων των χωριών του Παλαμά Αμπελώνα, Αστρίτσας και Λεύκης (1889-1908)
ΚΑΡΑΔΕΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ, Μία επιστολή φυλακισμένων Βλαχαβαίων προς
τον Όθωνα (5.7.1837)
ΚΟΛΟΦΩΤΙΑ-ΚΟΖΙΟΥ ΒΑΣ., Ιστορικά στοιχεία για την Κρανιά της Καρδίτσας και τον διαλυμένο οικισμό της Λυκοβιάνη (1454/1455-17ος αι.)
ΓΑΛΑΝΟΥΛΗΣ ΑΛΕΞΗΣ, Δύο συμβόλαια μίσθωσης εργασίας και επενοι-κίασης φόρων (2.1.1903, 19.1.1905)
ΒΟΥΒΟΥΣΗ ΜΑΡΙΑ Π., Ο μακρινιτσιώτης αγωνιστής του 1821 Μήτρος Ευαγγέλου
ΔΑΜΑΝΗΣ ΣΠΥΡΟΣ, Το ψάρεμα στον ποταμό Τιταρήσιο
ΜΠΡΟΥΖΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, Η πώληση του 1/3 του τσιφλικίου του Μοσχοχω-ρίου της Λάρισας
ΛΑΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, Ο μουφτής της Ελασσόνας το 1918-1919 και 4 πιστοποιητικά Αλβανών
RIGO ANTONIO (μετ. Τζίνο Πολέζε), Το χρονικό των Μετεώρων. Η ιστο-
ρία των μονών της Θεσσαλίας μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα, 3ο
ΜΠΑΤΣΙΛΑ ΜΑΡΙΑ, Μία επιστολή του Νικολού Στορνάρη προς τον Ιω-άννη Κωλέττη (6.3.1825)
ΚΑΡΑΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜ., Ρήγας Βελεστινλής και Ευγ. Βούλγαρης
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΚΩΣΤΑΣ, Οι κολίγοι της Καρδιτσομαγούλας διεκδκησαν ανεπιτυχώς το χωριό τους από τον Κων. Ζάππα (1882-1886)
ΓΚΕΚΑΣ ΙΩ., Δύο μισθωτήρια κτημάτων της Μονής Αγ. Τριάδας Οξυάς
ΣΠΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Κ., Συμβολή στην εργογραφία του Γιώργου Θωμά. Δημοσιεύματά του σε 13 θεσσαλικά περιοδικά (1969-2019)
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΤΑΣΟΣ, Ο εκλογικός κατάλογος του έτους 1882 και το μητρώο αρρένων της Αιγάνης Λάρισας (1815-1900)
ΓΚΑΝΑΤΣΙΟΣ ΑΝΔ., Το μυλικό συγκρότημα Ζερβομύλια της Ελασσόνας
CRISTINA VIANO (μετ. Κωνσταντίνα Π. Παπαδοπούλου), Ο Αναξίλαος ο Λαρισαίος
ΦΥΛΛΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ, Επιστολές Τρικαλινών στη βασίλισσα Φρειδερίκη.
ΖΔΑΝΗΣ ΝΙΚΟΣ Η., Ο σατιρικός και αυτοσαρκαζόμενος Αχ. Τζάρτζανος
ΜΠΡΕΝΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Σ., Κάτοικοι των ορεινών οικισμών των Τρι-κάλων σε συμβόλαια του 19ου αιώνα
ΚΑΛΛΙΑΝΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ Ν., Όψεις της κοινωνίας της Χώρας Σκοπέλου από τα τέλη του 18ου έως τα μέσα του 19ου αι. Μία πρώτη προσέγγιση
ΓΑΝΩΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ Θ., Το μετόχι της Μονής των Κλημάδων της Κα-ρυάς του Ολύμπου στη Σκοτίνα της Πιερίας
ΤΑΧΑΤΟΣ ΝΙΚΟΣ, Μία αναφορά του Ελασσόνας Νεοφύτου προς τον οικ. πατριάρχη για τη δράση των ρουμανοδιδασκάλων την επαρχία του (10.11.1911)
FUSTER LOUIS (μετ. Χρ. Πολέζε), Το ημερολόγιο του Γάλλλου Fuster εθελοντη στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897
ΝΤΑΛΛΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑ, Περιλήψεις των εγγράφων του αρχείου του συμ-βολαιογράφου της Λάρισας Αναστασίου Φίλιου (11.11.1881-31.12.1882), 2ο
ΦΛΩΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, Τα τοπωνύμια της Τσαριτσάνης
ΡΙΖΟΣ ΚΩΝ., Η διαίρεση σε δήμους του ν. Τρικάλων μετά την απελευθέ-ρωση της Θεσσαλίας το 1881
ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΒΑΣ., Ειδήσεις από τη Θεσσαλία στις εφημερίδες της Λαμίας Φάρος της Όθρυος (1858-1860) και Φωνή των Μεθορίων (1860-1862)
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΒΙΒΛΙΩ






***

Θεσσαλικό Ημερολόγιο - Κώστας Σπανός - Συλλέκτης τόμων


***
Ο Παύλος Παπαδόπουλος περήφανος στην πόλη Πετρούπολη Αττικής.

Δεν έχει άλλο δώρο στον εαυτό μου για αρκετό καιρό !!!
Αυτό όμως πού έκανα, άξιζε τον κόπο !!!
Σχεδόν συμπλήρωσα την σειρά του Θεσσαλικού μου ημερολογίου... απομένουν οι τόμοι...19,26,
 οι οποίοι κάποια στιγμή θα μπούνε και αυτοί στην βιβλιοθήκη μου !!!
Τι να κάνουμε... μερικά πράγματα που αγαπάς, δεν μπορείς να τά αποχωριστείς !!! 😀😉😀
Το Θεσσαλικό ημερολόγιο είναι ότι καλύτερο σε σειρά βιβλίων που αφορούν την τοπική μας ιστορία και όχι μόνο, εδώ και δεκαετίες !!!
Μπορεί κανείς για να τα προμηθευτεί να επικοινωνήσει με τόν Κώστας Σπανός, η για τους φαρσαλινούς, με οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο τών Φαρσάλων, όπως του Νίκος Αγγελόπουλος, και το Βιβλιοπωλείο Ιδέα.
Επίσης μπορεί να απευθυνθεί σε μεγάλα βιβλιοπωλεία άλλων πόλεων !!!


***