Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2007

ΣΥΝΝΕΦΙΑΖΕΙ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ





ΣΥΝΝΕΦΙΑΖΕΙ

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

ΔΩΡΙΚΟΣ

Θέλει να με χαιδέψει, μα βλέπει τα δάχτυλά της πολύ κίτρινα και ντρέπεται. Με κοιτάζει μόνο… Μα έτσι με χάιδεψε καλύτερα.
Ύστερα χώνει τα δάχτυλά της μες στις τούφες του παιδικού κεφαλιού.
-Πάμε… του λέει… Γκέλ… η μάνα σου τρέμει.
Έτρεμε. Και κείνη έτρεμε.
Εγώ δεν είχα… Ας είχα κάποιον να τρέμει και για μένα. Τι κακό βεράνι η ζωή… Να μην έχεις τίποτα… Ούτε κι έναν για να τρέμει για σένα…
Κι έτσι τρέμεις μόνος σου για τον εαυτό σου.
Σελίδα 16-17

Δεν ρώτησε κανείς μας αν είχαν αφέντες τα περιβόλια. Για μας, ως εκεί που ‘φτανε το μάτι μας και χίλιες φορές πιο πέρα ακόμα ό,τι φύτρωνε πάνου στη γης κι ό,τι έβλεπε από πάνου ο ήλιος ήτανε δικό μας.
Κι όσο πιο όμορφα ήταν τα δέντρα κι όσο πιο γλυκά τα φρούτα τους, τόσο δικά μας ήταν.
Μια μέρα όμως μας μάθανε πως δεν ήταν δικά μας και λυπηθήκαμε, -μάνα μου, πόσο λυπηθήκαμε!- η Σίικα κι εγώ! Να πως το μάθαμε:
Μέναμε σκαρφαλωμένοι απάνου σ’ ένα δέντρο – μουριά ήτανε- διαλέγαμε τα πιο γλυκά μούρα και ταιζόμασταν. Ήμασταν τόσο ξέγνοιαστοι, που η Σίικα έλεγε κι ένα τραγούδι. Επειδής δε φαινόταν κανένας μεγάλος για να μας ντροπιάσει, την άφηνα να το λέει όσο πιο δυνατά μπορούσε:
Σελίδα 50

Κι εκεί, σαν αράπης του παραμυθιού, να σου ένας άγριος αρματωμένος άνθρωπος.
Η καρδιά μας σπαρτάρησε.
Σελίδα 51

Έβαλε την καραμέλα στο στόμα του, άπλωσε τα χέρια του, μας έτριψε τα κεφάλια χαϊδευτικά, κοίταξε ένα γύρω… Και μέσα στα μάτια του είδαμε όλα τα περβόλια και τα δέντρα δικά μας.
Κι εμείς, από κείνη τη μέρα, τριγυρίζαμε στα περβόλια μας χωρίς τρομάρες και κορφολογούσαμε τα καλύτερα φρούτα.
Η εξοχή όλες αυτές τις μέρες γιόρταζε.
Ήμασταν αδερφωμένοι σαν τα φύλλα του ίδιου δέντρου και σαν τις πετρίτσες του ίδιου γιαλού. Τρώγαμε άγουρα βατόμουρα και ξυνίζαμε μαζί τα μούτρα. Γρατζουνιότανε ο ένας και κάναμε κι οι δυο «α!». Βουτούσαμε ως το γόνατο μες στ’ αυλάκια, τρέχαμε κάτω απ’ τον ήλιο και κλείναμε μαζί τα μάτια απ’ το φως. Σκουπίζαμε τον ιδρώτα μας με το ίδιο δεξί χέρι της Σίικας. Τρώγαμε φρούτα απ’ το ίδιο μικροκάμωτο μαντιλάκι με την κόκκινη μάρκα του, που ήταν πάντα τόσο ωραίο και πάντα τόσο άπλυτο!
Κι η ζωή ήταν δική μας!
Σελίδα 53

Νάτος ο τσοπάνης μου. Ακουμπισμένος σε μια κομμένη ρίζα που της έβαλε μαξιλάρι την κάπα του καμάρωνε το βιος του και το τραγουδούσε. Σαν με είδε να σιμώνω «σσς…» μου κάνει και χώνει το σουραύλι στο σελάχι του. «Σσς…» μου ξανακάνει και βάζει το δάχτυλό του στο στόμα. «Σσσς».
-Τι παππού;
-Σσσς… σιγαλά μην τα προγκήξεις!
-Ποια παππού;
-Τα’ αρνιά. Ποια άλλα…
Έδειξε.
Ναι, είδα. Αμέτρητα μπουλούκια απ’ αστράκια γυαλοκοπούσανε ξέγνοιαστα στο λιβάδι τ’ ουρανού. «Βοσκάνε» μου λέει με το δάχτυλο στο στόμα.
Σελίδα 77

-Έμαθα πως είσαι απ’ το Τέχοβο. Γιατί δεν τα φυλάς αποκεί πάνου μόν’ κάνεις τόσο δρόμο για να κατέβεις εδώ κάτου;
-Α;… Με μποδάνε τα βουνά, γιε μου, για τ’ αυτό. Δεν το γλέπω ούλο το κοπάδι αποκεί.
Σελίδα 78

Κοίταξα το πουκάμισό του. Ήταν μουντζούρικο… Νάτο που ξεβάφει! Τώρα; Μα τι τώρα; Τώρα ήταν ανώφελο. Ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται. Ως αύριο θα ‘μουνα αράπης. Ε, λοιπόν, να! Ας ήμουνα! Για όλα απόφαση χρειάζεται. Αράπης – αράπης. Τι είχε να κάνει; Σάματις οι αράπηδες περπατάνε με το κεφάλι κάτου; Να, αυτός ο Σουκρής… Πάρ’ τον, ασβέστωσ’ τον. Και θάχεις ένα ανθρωπάκι, ένα ελληνάκι σαν όλα, και καλύτερο! Αυτό τελείωσε κι ας μην το ξαναμελετάμε.
Σελίδα 103

Με τίποτις δεν τσακώθηκα τόσο, όσο μ’ αυτά τα «απαγορεύεται». Έβλεπα σ’ ένα μέρος ανθρώπους, κοιτούσα και τον εαυτό μου… ανθρωπάκι ήμουνα κι εγώ. Έκανα να μπω… με γάντζωνε απ’ το λαιμό το «απαγορεύεται». Έβλεπα παιδάκια να γελάνε και να πέφτουν στην άμμο. Όμορφο παιχνιδάκι. Πήγαινα να πέσω στην άμμο κι εγώ κι έπεφτα απάνου στο «απαγορεύεται». Μπούχτισα, το οχρεύτηκα και δεν το ξαναζύγωσα… Είχα μάθει πια – κι ας μ’ έπνιγε ένας κόμπος στο λαιμό – πως τούτη δω ήταν η τάξη του κόσμου. Κακιά, άσχημη,… μα τι να πεις; Αυτή ήταν.
Σελίδα 162

Έφευγα χτυπώντας δυνατά τα πόδια μου στο χώμα. Και τα πετραδάκια τρυπούσαν τις σόλες μου σα μερμήγκια.
Δεν ήρθε πολύ ξοπίσω μου. Έμεινε κει πάνω απ’ το χαντάκι με το χέρι του απλωμένο. Η μιλιά του κρύωσε μέσ’ στα δόντια του. Έμενε. Κι ο αέρας του ανέμιζε τα μαλλιά. Το βλέμμα του κυνηγούσε τα βήματά μου. Όχι, δεν ήθελα να ξέρω κανένα τους.
Έφευγα. Είχα κιόλας χαθεί μες στα μεγάλα δέντρα του δρόμου. Έφευγα πατώντας άτσαλα τα φύλλα. Ήμουν σαν ολομόναχο χελιδόνι που δεν πρόφτασε ν’ ακολουθήσει τ’ αδέλφια του και το πήρε ο χειμώνας. Σε λίγο θα ήταν νύχτα. Κι έτρεμα, μες στ’ απόβροχο… Έτρεμα μα έφευγα.
Σελίδα 179






Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Ο ΖΕΒΡΟΣ Αλεξάντερ Ζαρντέν





Ο ΖΕΒΡΟΣ

Αλεξάντερ Ζαρντέν

Μετάφραση: Ευδοκία Παπαγκίκα

ΩΚΕΑΝΙΔΑ

«Φεύγεις κιόλας;»
‘Όχι, σας εγκαταλείπω, εσένα και τα παιδιά, για πάντα».
Η Καμίγ, σαστισμένη, ανασηκώθηκε και τράβηξε πάνω της τα σκεπάσματα, σαν να ήθελε να μαζέψει τα μυαλά της.
«Τρελάθηκες;»
«Όχι, αλλά έχω το κουράγιο να κάνω αυτό που άλλοι άντρες δεν τολμάνε να κάνουν από δειλία: εγκαταλείπω τη γυναίκα μου πριν γίνουμε σκορποχώρι».
Σελίδα 18

«Γιατί;»
«Τι σου έκανα;»
«Με παντρεύτηκες δυστυχώς. Ο γάμος από έρωτα είναι τρίχες! Πώς είναι δυνατό να διατηρηθεί ένα πάθος πενήντα χρόνια;»
Σελίδα 19

«Το πίστεψες;», τη ρώτησε γελώντας.
Σελίδα 20

«Δεν καταλαβαίνεις τι κακό μου έκανες;»
«Αυτό ήταν το τίμημα».
«Το τίμημα για ποιο πράγμα;» ρώτησε εκείνη άναυδη.
«Ήθελα να σου στερήσω το οξυγόνο για να σε μάθω να γεύεσαι και πάλι τον φρέσκο αέρα».
Σελίδα 21

«Σου αγόρασα και μια ακρυλική ρόμπα σε μωβ ανοιχτό χρώμα. Ήταν η πιο άσχημη που βρήκα», πρόσθεσε.
«Για ποιο λόγο;»
«Για να παίξουμε το παλιό ανδρόγυνο».
«Μα τι είναι αυτά που λες;»
«Θα υποδυθούμε την παρακμή της σχέσης μας για να αηδιάσουμε».
Σελίδα 77

«Στο εξής θα με αποκαλείς «μπαμπά» κι εγώ θα σε λέω «μαμά», θα φοράμε παντόφλες στο σπίτι, θα σε κακομεταχειρίζομαι, θα ρευόμαστε ο ένας μπροστά στον άλλο, θα τρώμε κάθε βράδυ σκόρδο, θα ξαπλώνεις με τα μπιγκουτί, θα βάζω τη μασέλα μου να μουλιάζει σ’ ένα ποτήρι πάνω στο κομοδίνο, θα αποφεύγουμε τις συζητήσεις, ακόμα και τα βλέμματα, θα βάλουμε την τηλεόραση μπροστά στα χωριστά, βέβαια, κρεβάτια μας και θα προσπαθήσουμε να βολευτούμε έτσι».
Σελίδα 78

Η Καμίγ ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Όλα αυτά δεν του ταίριαζαν του Ζέβρου. Κανένας από τους ομιλητές δεν είχε αναφέρει πόσο σπουδαίος εραστής ήταν. Όχι, δεν κήδευαν ένα συμβολαιογράφο, κήδευαν έναν εραστή. Το πραγματικό του επάγγελμα ήταν ν’ αγαπάει τη γυναίκα του.
Ο παπάς πρόσταξε να κατεβάσουν το φέρετρο, αλλά, για γενική κατάπληξη, διαπιστώθηκε ότι ο λάκκος ήταν λίγο στενότερος, λες και ο Ζέβρος αντιδρούσε στη ταφή του. Ο Αλφόνς έμεινε μερικές στιγμές κεραυνοβολημένος. Αυτό δεν περιλαμβανόταν στο σχέδιο του νεκρού.
Σελίδα 198

Αιχμάλωτη της μαγνητοταινίας, η φωνή έλεγε:
«Αγάπη μου, έλα αύριο το πρωί… στις δέκα… πίσω από τον καταρράκτη, στο Δάσος του Ναυτικού… Θα βρεις την απόδειξη ότι ζω ακόμα. Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ».
Σελίδα 206

Η φωνή του δεν ερχόταν από το Υπερπέραν. Ήταν γεμάτη ζωή. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ο Γκασπάρ ήταν ακόμα ζωντανός, ανάσαινε ακόμα, ο διάβολος.
Σελίδα 207

Την άλλη μέρα η Καμίγ έλαβε γράμμα από τον Γκασπάρ, …..

«Καμίγ,
Με περίμενες μισή ώρα χθες στο δωμάτιο επτά. Ένιωσες το πάθος που γεννάει η αναμονή; Γεύτηκες την ηδονή που γεννάει η ελπίδα; Αγάπη μου, θέλω να είσαι τώρα πια όλο αδημονία και να χαίρεσαι αυτή την αδημονία. Θέλω να σε πείσω να με περιμένεις για να με περιμένεις και όχι για να με ξαναβρείς.
Σήμερα είμαι ευτυχισμένος. Προσμένεις τα γράμματά μου σαν ερωτευμένο δεκαεξάχρονο κοριτσάκι. Ήμουν αβίωτος, μου έλεγες. Ας προσπαθήσουμε να βιώσουμε το πάθος μας μέσα στο θάνατο.
Σ’ αγαπώ.
Ο Ζέβρος σου».
Σελίδα 219

«Αγάπη μου, πρέπει να καταλάβεις ότι ήμασταν πάντα τρεις, εσύ, ο θάνατος κι εγώ. Χτες σε κοίταζα λες και κάθε μέρα θα ήταν η τελευταία. Σήμερα ο θάνατος εξακολουθεί να είναι εδώ, μαζί μας. Στην ουσία τίποτα δεν έχει αλλάξει ανάμεσά μας».
Σελίδα 221

«Για τα μάτια σου», επανέλαβε στην κασέτα.
Έπειτα της ανάγγειλε ότι αυτή η εμφάνισή του θα ήταν η τελευταία. Δεν θα της ξανάγραφε και θα έπαυε να την τυραννάει.
«Πλησίασε», της είπε γλυκά.
Σαν υπνωτισμένη, η Καμίγ πήγε κοντά στην τηλεόραση.
«Φίλησέ με», ψιθύρισε ο Γκασπάρ.
Στην οθόνη, τα χείλη τους έσμιξαν. Έπειτα η εικόνα έγινε μαύρη.
Σελίδα 222





Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Η ΚΟΥΡΟΥΝΑ Γιάννα Αναστασοπούλου









Η ΚΟΥΡΟΥΝΑ

Γιάννα Αναστασοπούλου

ΜΑΡΑΘΙΑ

Με τον καιρό, το άγχος και οι φοβίες μου έφτασαν σε δυσθεώρητα ύψη. Τα βράδια αρνιόμουν πεισματικά να πάω για ύπνο, σίγουρη πως όταν έκλειναν τα φώτα θα πεταγόταν από τα σκοτάδια όλες οι φρίκες και θα μου ορμούσαν.
Σελίδα 19

Και τότε μες στο μυαλό μου άστραψε η φοβερή αλήθεια: θα έκανα μωρό γιατί με είχε ακουμπήσει ο Φασόλας, που ήταν αγόρι! Η μία συμφορά μετά την άλλη: πρώτα η μεταμόρφωση σε γυναίκα, έπειτα η απόκτηση μωρού εξαιτίας της αποκοτιάς μου. Κατέρρευσα. Στη μαμά μου δεν γινόταν να πω τίποτε. Πώς θα αποκάλυπτα ότι δεν είχα ακούσει τις συμβουλές της και είχα αφήσει ένα αγόρι να με αγγίξει; Έπρεπε να κρύψω το μωρό. Και σε πόσο καιρό θα ερχόταν αυτό; Σε τρεις μέρες, σε μια βδομάδα; Οι γνώσεις μου στο θέμα ήταν ανύπαρκτες.
Σελίδα 34

Η θεία μου η Βικτωρία τώρα πια έχει πεθάνει και τα γενέθλιά μου δεν τα θυμάται κανείς. Τις περισσότερες φορές τα ξεχνάω κι εγώ η ίδια. Το φωτοστέφανο του πατέρα μου έχασε κάτι από τη λάμψη και την αίγλη του εξαιτίας των καβγάδων και των διαφωνιών μας στα χρόνια που πέρασαν, ενώ το πράσινο ποδήλατο είναι κρεμασμένο στον πέτρινο τοίχο του σπιτιού μας στο χωριό, σκονισμένο και αραχνιασμένο – όμως έχει ακόμα τη δύναμη, κάθε φορά που το βλέπω, να διαλύει τα σύννεφα και να μαζεύει τα παραδείσια πουλιά.
Σελίδα 148-149

Περισσότερη κουρούνα στο μπλογκ της Γιάννας:

http://www.kourouna.blogspot.com/


Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Αράχνες...


Γράμμα στη μάννα με ... δύο ν

Κατερίνα Σταματίου - Παπαθεοδώρου

ΚΑΛΥΔΩΝ

Η Στέλλα μου αφηγήθηκε τις προάλλες μια πολύ συγκινητική στιγμή απ' τη ζωή της, που έδειχνε πόσο πολύ σ' αγαπούσε από μικρή. Είχε αρρωστήσει ο πατέρας -λέει- και ήσουν μαζί του στο νοσοκομείο του Βόλου. Τη μέρα που θα γυρίζατε, η Στέλλα απ' τη χαρά της -που γύριζες εσύ- βρήκε στο μπαούλο διάφορα σεντόνια, κουρτίνες, καλά ρούχα, και τα έστρωσε απ' την αυλή μας μέχρι εκεί που έφταναν, στον δρόμο, για να περάσεις εσύ...
Σελίδα 55-56


Εγώ σού 'στρωσα βιβλία... όσα έχω.




Φθινοπώριασε. Καλά θα ήταν να βγουν τα βιβλία μου στα βιβλιοπωλεία, γιατί δεν τους αξίζουν οι αράχνες τόσο καιρό στις αποθήκες...

ΣΕΡΓΙΑΝΙ:

Το ψυχικό ίντερνετ Μαρία Παπαπέτρος




Το Ψυχικό internet
Maria Papapetros
ΙΑΝΘΟΣ

Αυτό το βιβλίο είναι ένα πόνημα ζωής.
Πάντα μου άρεσε να γράφω. Από μικρό παιδί. Άρχισα πολλές φορές αλλά αυτά που έγραφα δεν τα εύρισκα κατόπιν και τόσο ενδιαφέροντα!
Έτσι, κάθε φορά που έκλεινα το τετράδιο, έλεγα πως την επόμενη φορά, τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα, θα είχα να γράψω κάτι πιό ενδιαφέρον. Βασικά, ήξερα πως κάτι ήθελα να πω, όμως δεν γνώριζα τι ήταν αυτό και προφανώς πώς να το διατυπώσω.
Ήμουνα βέβαιη πως αυτό το κάτι, είχε να κάνει με την ζωή και ιδιαίτερα με την δική μου. Ωστόσο, η ζωή μου κυλούσε ήρεμα, ήταν μια συνηθισμένη ζωή και γι’ αυτήν, τι να γράψεις επάνω στο χαρτί;
Σελίδα 15
Σε ένα από τα βιβλία του, ο δόκτωρ Murphy γράφει πως, όλοι μας πρέπει να ξυπνάμε ξένοιαστοι το πρωί και αμέσως να σκεπτόμαστε και να λέμε μέσα μας:
«Αυτή είναι η καλύτερη που θα μπορούσε να υπάρξει ημέρα για εμένα».
Σελίδα 86
-Τι πάθατε απόψε και μιλάτε συνέχεια για θάνατο; Ξέρεις πολύ καλά ότι κάθε λέξη είναι προσευχή και δε πρέπει να την επαναλαμβάνουμε χωρίς λόγο.
Σελίδα 134
Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τους αγαπημένους μας που έχουν φύγει – και όλοι μπορούμε να το κατορθώσουμε -, όχι μόνο με τα αυτιά αλλά και με τις καρδιές μας, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι οι αναμνήσεις που έχουμε, είναι για να τις αναπολούμε, όχι όμως και να στοιχειώνουν μέσα μας.
Σελίδα 172
Το υπογραμμίζω, ότι τα μηνύματα από τον «άλλο κόσμο», μπορούν να φτάσουν σε εμάς, μέσα από πολλές συμπτώσεις.
Σελίδα 265
Ο θάνατος, δεν είναι απώλεια, μου υπαγόρευσε κατ’ επανάλειψη ο Ρέντυ. Είναι η συνέχεια της ζωής. Άρα, είναι σα να πηγαίνουμε ένα ταξίδι, αν όχι μακρινό, τουλάχιστον πολυετές.
Σελίδα 305
Πρόσεξε καλά τη ζωή που σου δόθηκε για κάποιους λόγους. Να την χαίρεσαι και να την ζεις ολοκληρωτικά.
Σελίδα 331


Ρόζαμουντ Πίλτσερ

Λουλούδια στη βροχή




ΩΚΕΑΝΙΔΑ




«Τη θαυμάζω που τα κατάφερε τόσον καιρό – να ζει εδώ, εννοώ. Χαίρομαι που φεύγει, πάντως».
«Κι εγώ. Όπως είπε και η ίδια, είναι καλύτερα να φεύγεις από ένα πάρτι όσο διασκεδάζεις ακόμα. Και δεν θέλει ν’ αρρωστήσει ή να μείνει κατάκοιτη και να γίνει βάρος στους φίλους της».
Σελίδα 70



Κάθισε στο φαρδύ πέτρινο σκαλοπάτι και την τράβηξε να καθίσει δίπλα του. Εκείνη κάθισε, μ’ ένα θρόισμα από σατέν, και τύλιξε τα γόνατά της με τα χέρια της. Του χαμογελούσε, εκείνος όμως ήξερε ότι καταλάβαινε. Ένας συνδυασμός, ίσως, όλων όσα του πρόσφεραν ευχαρίστηση και ικανοποίηση. Ο χρόνος, ο τόπος και η κοπέλα.
Σελίδα 71




Θα ήταν όμορφα, ίσως, να ξαναγινόταν παιδί. Να είχε κάποιον άλλο να της κανονίζει τα πάντα και να μη χρειάζεται να παίρνει εκείνη αποφάσεις. Δεν ήταν όμως παιδί.
Σελίδα 319




«Αν παντρευόμαστε», είπε η Έλινορ, «νομίζεις ότι θα αρχίζαμε να νιώθουμε πως πνιγόμαστε σε κάποια όμορφη ερημιά;»
Σελίδα 323




«Κανένας γάμος δεν μπορεί να είναι τέλειος», συνέχισε ο Τόνι. «Και τα λάθη δεν είναι υποχρεωτικά κληρονομικά. Εξάλλου, οι δικοί σου γονείς ήταν ευτυχισμένοι».
«Ναι, ήταν ευτυχισμένοι». Τράβηξε το βλέμμα της από το δικό του και βάλθηκε να τραβάει αφηρημένα μια τούφα χορτάρι. «Η μητέρα μου όμως ήταν μόλις πενήντα χρονών όταν πέθανε ο πατέρας μου».
Ο Τόνι έβαλε το χέρι του στον ώμο της και την ανάγκασε να γυρίσει να τον κοιτάξει. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι θα ζήσω για πάντα, αλλά θα βάλω τα δυνατά μου».
Άθελά της, η Έλινορ χαμογέλασε. «Το πιστεύω».
Σελίδα 324




Έχω μια φίλη που δεν έχει κανένα ιδιαίτερο ταλέντο, αλλά κάθε απόγευμα βγαίνει βόλτα με το σκύλο της. Περπατάει μόνη της, βρέξει χιονίσει, επί μια ώρα. Δεν επιτρέπει ποτέ σε κανέναν να πάει μαζί της. Με διαβεβαιώνει ότι ο περίπατος αυτός την έχει γλιτώσει πολλές φορές από την τρέλα».
Σελίδα 329




«Να θυμάστε μόνο το εξής. Να έχετε ένα δικό σας ιδιωτικό κόσμο. Πνευματική ανεξαρτησία. Εκείνος θα σας σεβαστεί και θα σας ευχαριστήσει γι’ αυτό, και είναι κάτι που θα κάνει την κοινή ζωή σας πολύ πιο ενδιαφέρουσα».
Σελίδα 330




Ελεύθερος. Το έλεγε ελευθερία, για την Αντόνια όμως ήταν μοναξιά. Από την άλλη μεριά, όπως είχε πει η μητέρα της, δεν μπορούσες να βασιστείς στον εαυτό σου αν δεν μάθαινες να ζεις με τον εαυτό σου.




…..Κρατάς πιο γερά τους ανθρώπους που αγαπάς αφήνοντάς τους να φύγουν.
Σελίδα 350

Ρόζαμουντ Πίλτσερ Λουλούδια στη βροχή

















Ρόζαμουντ Πίλτσερ

Λουλούδια στη βροχή








ΩΚΕΑΝΙΔΑ


«Τη θαυμάζω που τα κατάφερε τόσον καιρό – να ζει εδώ, εννοώ. Χαίρομαι που φεύγει, πάντως».
«Κι εγώ. Όπως είπε και η ίδια, είναι καλύτερα να φεύγεις από ένα πάρτι όσο διασκεδάζεις ακόμα. Και δεν θέλει ν’ αρρωστήσει ή να μείνει κατάκοιτη και να γίνει βάρος στους φίλους της».
Σελίδα 70

Κάθισε στο φαρδύ πέτρινο σκαλοπάτι και την τράβηξε να καθίσει δίπλα του. Εκείνη κάθισε, μ’ ένα θρόισμα από σατέν, και τύλιξε τα γόνατά της με τα χέρια της. Του χαμογελούσε, εκείνος όμως ήξερε ότι καταλάβαινε. Ένας συνδυασμός, ίσως, όλων όσα του πρόσφεραν ευχαρίστηση και ικανοποίηση. Ο χρόνος, ο τόπος και η κοπέλα.
Σελίδα 71

Θα ήταν όμορφα, ίσως, να ξαναγινόταν παιδί. Να είχε κάποιον άλλο να της κανονίζει τα πάντα και να μη χρειάζεται να παίρνει εκείνη αποφάσεις. Δεν ήταν όμως παιδί.
Σελίδα 319

«Αν παντρευόμαστε», είπε η Έλινορ, «νομίζεις ότι θα αρχίζαμε να νιώθουμε πως πνιγόμαστε σε κάποια όμορφη ερημιά;»
Σελίδα 323

«Κανένας γάμος δεν μπορεί να είναι τέλειος», συνέχισε ο Τόνι. «Και τα λάθη δεν είναι υποχρεωτικά κληρονομικά. Εξάλλου, οι δικοί σου γονείς ήταν ευτυχισμένοι».
«Ναι, ήταν ευτυχισμένοι». Τράβηξε το βλέμμα της από το δικό του και βάλθηκε να τραβάει αφηρημένα μια τούφα χορτάρι. «Η μητέρα μου όμως ήταν μόλις πενήντα χρονών όταν πέθανε ο πατέρας μου».
Ο Τόνι έβαλε το χέρι του στον ώμο της και την ανάγκασε να γυρίσει να τον κοιτάξει. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι θα ζήσω για πάντα, αλλά θα βάλω τα δυνατά μου».
Άθελά της, η Έλινορ χαμογέλασε. «Το πιστεύω».
Σελίδα 324

Έχω μια φίλη που δεν έχει κανένα ιδιαίτερο ταλέντο, αλλά κάθε απόγευμα βγαίνει βόλτα με το σκύλο της. Περπατάει μόνη της, βρέξει χιονίσει, επί μια ώρα. Δεν επιτρέπει ποτέ σε κανέναν να πάει μαζί της. Με διαβεβαιώνει ότι ο περίπατος αυτός την έχει γλιτώσει πολλές φορές από την τρέλα».
Σελίδα 329

«Να θυμάστε μόνο το εξής. Να έχετε ένα δικό σας ιδιωτικό κόσμο. Πνευματική ανεξαρτησία. Εκείνος θα σας σεβαστεί και θα σας ευχαριστήσει γι’ αυτό, και είναι κάτι που θα κάνει την κοινή ζωή σας πολύ πιο ενδιαφέρουσα».
Σελίδα 330

Ελεύθερος. Το έλεγε ελευθερία, για την Αντόνια όμως ήταν μοναξιά. Από την άλλη μεριά, όπως είχε πει η μητέρα της, δεν μπορούσες να βασιστείς στον εαυτό σου αν δεν μάθαινες να ζεις με τον εαυτό σου.
…..Κρατάς πιο γερά τους ανθρώπους που αγαπάς αφήνοντάς τους να φύγουν.
Σελίδα 350