Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη













ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ιουστίνη Φραγκούλη – Αργύρη

Ελληνικά γράμματα


Θα σας μιλήσω για την εμπειρία μου, επειδή με τρώει η φούρια να μοιραστώ μαζί σας σ’ αυτό το βιβλίο τα μυστικά της μόδας, όπως τη βιώνω ανάμεσα στους δυο κόσμους μου, την Ευρώπη μου και την Αμερική μου.
Σελίδα 10

Θέλω να σας πω μυστικά, γλυκά, απαλά, πως η μόδα στον 21 ο αιώνα δεν είναι δικαίωμα των λίγων και των εκλεκτών. Τα όμορφα πράγματα ανήκουν σε όλους μας, ακόμη και στους ανθρώπους του πνεύματος!
Και μόδα και διανόηση, λοιπόν.
Σελίδα 12

Βέλγιο
……
Μου μολογάς πως έφτασες μέχρι τα σκαλοπάτια του ψυχιάτρου για ν’ ανακαλύψεις πως σου συμβαίνει να ζεις σε μια πόλη που τη νιώθεις ξένη, μακρινή, κάδρο μιας άλλης φωτογραφίας. Πώς είναι δυνατόν να αισθάνεσαι διαρκώς απούσα απ’ τη ζωή σου. Πώς το μυαλό σου διαρκώς παίζει αυτό το
Αδιάκοπο κρυφτούλι με τις παραστάσεις από την πατρίδα. Πώς δεν σου φτάνουν καριέρα, σπίτι-μεγαλείο, άντρας δίμετρος και δυο παιδιά.
Μου εμπιστεύεσαι πως δεν είναι ικανό αυτό το πλέγμα της κοινωνικής καταξίωσης να σε ολοκληρώσει, γιατί εσύ θέλεις ν’ ανοίγεις το παράθυρο και να σου χαμογελούν ανθισμένες αμυγδαλιές μες στο Φλεβάρη.
Σελίδα 16

Σου το ‘πα πως ο ήλιος της Αίγινας μού είναι παγερά αδιάφορος; Ή μάλλον απίστευτα ενοχλητικός, γιατί με καίει όταν διασχίζω τους δρόμους για να κάνω τα ψώνια μου και τις μικροδουλειές μου. Με καταδυναστεύει από τις αρχές της άνοιξης, έτσι όπως ανελέητος εκβιάζει σταγόνες ιδρώτα στο δυσκίνητο σώμα μου. Και τις ρυτίδες που μου έχει σκάψει τις βλέπεις να βαθαίνουν κάθε καλοκαίρι. Ενώ εσύ έχεις ένα κατάλευκο πρόσωπο με ελάχιστη απόκλιση από τη νεότητα.
Σου είπα πως και τη θάλασσα έχω πάψει από χρόνια να την παρατηρώ; Δεν ξέρω ούτε τη μυρωδιά της. Δεν την πλησιάζω ούτε για μια βουτιά. Τη βαριέμαι τη θάλασσα και τη μισώ όταν αγριεύει τις χειμωνιές, οπότε και διακόπτεται η συγκοινωνία προς τον Πειραιά. Τότε μόνο διακρίνω το γκρίζο ανατρεπτικό χρώμα της που μου στερεί τη χαρά να επισκεφτώ τα παιδιά μου στην Αθήνα.
Σελίδα 18

Αγγλία
….
Θεωρεί πως το Λονδίνο με τη μελαγχολία του ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή της. Απολαμβάνει κάθε πρωί το στοίχημα με τα σύννεφα: «θα βρέξει, δε θα βρέξει…» Και πάντα βρέχει, είναι προδιαγεγραμμένο.
Σελίδα 37

Γερμανία
….
-Λες να γίνει ναυτικός ο Έκτοράς μου; Θεέ μου, φύλαγε! Έλεγε κι έτρεχε στα εικονίσματα γονατιστή να ξορκίσει το κακό. Ούτε την αγωνία της δεν τόλμαγε να του φανερώσει, γιατί τον ήθελε δίπλα της στα κτήματα που με τόσες στερήσεις και υπολογισμούς αγόραζε ο πατέρας με τη δική της προτροπή. Έβλεπε τη γερή του φύση, διέκρινε την ανθεκτική του κράση και, προς Θεού, δεν ήθελε να το χάσει τούτο το παιδί από κοντά της. Αυτός θα γινόταν ο συνεχιστής της λατρευτικής αφοσίωσης στη γη τους.
Σελίδα 61

Ιταλία
….
Στη Βία Βένετο του λαμπρού ανοιξιάτικου ήλιου, σκέφτεται όλα αυτά που έγιναν τόσο γρήγορα και ξαφνικά. Κι έχει την αίσθηση πως το σώμα της γέρνει από δεξιά επειδή κάτι λείπει.
Πάλεψε από την αρχή με τα δυσοίωνα νέα. Γιατί να της τύχει αυτό;
Σελίδα 70

Απόψε θα φάει μόνη της στο Café de Raris, στο κομβικότερο σημείο της Via Veneto. Ο κόκκινο σουτιέν της. Κι από πάνω το κόκκινο ταγιέρ της, ασορτί. Για πρώτη φορά θα είναι ασορτί μέσα κι έξω. Χαμογελάει στη σκέψη πως θα φυλακίζει το θλιμμένο μυστικό της σε ακριβό στηθόδεσμο.
Σελίδα 73

Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
….
Τώρα που οι υποχρεώσεις δεν του επιτρέπουν να γυρίσει στην πατρίδα του μεσοχείμωνα, την εποχή της Αποκριάς, ο κυρ-Θάνος φτιάχνει το χαρταετό μαζεύοντας γύρω τα παιδιά και τα εγγόνια του για να τους μεταγγίσει την τέχνη. Και τον δένει κάθε καθαρή Δευτέρα έξω από την πόρτα του μαγαζιού του, αμολώντας αργά και βασανιστικά την καλούμπα του. Αλλά δεν τον αφήνει ελεύθερο να πετάξει στον ουρανό του Μανχάταν, γιατί φοβάται μήπως μπλέξει στις κορυφές των κτιρίων και χαθεί. Δεν ανήκει σ’ αυτό τον ουρανό ο αετός του κυρ-Θάνου.
Σελίδα 97

Το μπλογκ της Ιουστίνης:

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Ο ΞΕΝΟΣ ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ




























Ο ΞΕΝΟΣ

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ
γράμματα

Τις πρώτες μέρες στο άσυλο, έκλαιγε συχνά. Ήταν όμως από συνήθεια. Μετά από λίγους μήνες, θα έκλαιγε αν την έπαιρναν από το άσυλο. Πάντα από συνήθεια.
Σελίδα 17

«Τη μεταφέραμε στο μικρό μας νεκροθάλαμο. Για να μη συγκινηθούν οι άλλοι. Κάθε φορά που πέθαινε ένας τρόφιμος, οι άλλοι είναι εκνευρισμένοι για δύο ή τρεις ημέρες. Κι αυτό δυσκολεύει την υπηρεσία».
Σελίδα 17

Κοίταζα την εξοχή τριγύρω μου. Ανάμεσα απ’ τις σειρές τα κυπαρίσσια που έφταναν μέχρι τους λόφους κοντά στον ουρανό, μέσα απ’ αυτή την κόκκινη και πράσινη γη, μέσα απ’ αυτά τα λιγοστά και καλοφτιαγμένα σπίτια, καταλάβαινα τη μαμά. Σ’ αυτό τον τόπο, το βράδι θα ‘πρεπε να ‘ταν σα μια μελαγχολική ανάπαυλα. Σήμερα ο ήλιος, που κατέκλυε τα πάντα κι έκανε το τοπίο να σκιρτά, του έδινε κάτι το απάνθρωπο, κάτι το τυραννικό.
Σελίδα 26

Σκέφτηκα ότι ήταν κι αυτή μια Κυριακή τραβηγμένη απ’ τα δόντια, ότι η μαμά ήταν τώρα θαμμένη, ότι θα ξαναπήγαινα στη δουλειά, κι ότι, τελικά, δεν είχε αλλάξει τίποτα.
Σελίδα 34

Δεν είπα τίποτα και με ρώτησε πάλι αν ήθελα να είμαι φίλος του. Είπα πως δε θα με πείραζε: φάνηκε ευχαριστημένος.
Σελίδα 39

Μόνο όταν μου δήλωσε: « Τώρα είσαι ένας πραγματικός φίλος», τότε μου έκανε εντύπωση. Αυτή τη φράση την επανέλαβε κι εγώ είπα: «Ναι». Μου ήταν αδιάφορο αν ήμουνα φίλος του, αυτός όμως, με το ύφος του, έδειχνε στ’ αλήθεια ότι το ήθελε πολύ.
Σελίδα 42

Η σκανδάλη υποχώρησε, άγγιξα τη γυαλιστερή κοιλιά της κάνης, κι εκεί, μέσα στον κρότο τον ξερό μαζί κι υπόκωφο, άρχισαν όλα. Τίναξα από πάνω και τον ήλιο. Κατάλαβα ότι είχα καταστρέψει την ισορροπία της μέρας, την έξοχη σιωπή μιας παραλίας όπου ήμουν ευτυχισμένος. Τότε, τράβηξα άλλες τέσσερις φορές πάνω σ’ ένα κορμί ακίνητο όπου οι σφαίρες βυθιζόντουσαν χωρίς να φαίνεται τίποτα. Κι ήταν σα να χτυπούσα, με τέσσερις σύντομους χτύπους, την πόρτα της δυστυχίας.
Σελίδα 66

Με ρώτησε αν ήμουνα στενοχωρημένος εκείνη την ημέρα. Αυτή η ερώτηση μου προξένησε μεγάλη έκπληξη και μου φαινόταν ότι θα ένιωθα πολύ ενοχλημένος αν έπρεπε να την κάνω εγώ. Απάντησα όμως ότι είχα χάσει κάπως τη συνήθεια να με ρωτάνε και μου ήταν δύσκολο να τον πληροφορήσω. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αγαπούσα πολύ τη μαμά, αλλά αυτό δε σήμαινε τίποτα. Όλα τα υγιή άτομα είχαν λίγο πολύ ευχηθεί το θάνατο εκείνων που αγαπούσαν.
Σελίδα 70-71

Ένιωθα την επιθυμία να τον διαβεβαιώσω πως ήμουνα όπως όλος ο κόσμος, εντελώς όπως όλος ο κόσμος.
Σελίδα 71

Απάντησα: «Είναι που δεν έχω ποτέ να πω τίποτα σπουδαίο. Γι’ αυτό μένω σιωπηλός».
Σελίδα 72

Όπως και να ‘χει το πράγμα, δεν πρέπει να μεγαλοποιούμε τίποτα κι αυτό εμένα μου ήταν εύκολο απ’ ό,τι σ’ άλλους. Κι όμως, τον πρώτο καιρό που με φυλακίσανε, το πιο σκληρό ήταν ότι σκεφτόμουνα σαν ελεύθερος άνθρωπος.
Σελίδα 81

Όμως ο εισαγγελέας βροντοφώναξε πάνω απ’ τα κεφάλια μας: «Ναι, οι κύριοι ένορκοι θα το λάβουν υπόψη τους. Και θ’ αποφανθούν ότι ένας ξένος μπορούσε να κάνει πρόταση για καφέ, όμως ένας γιός έπρεπε να αρνηθεί, μπροστά στο λείψανο εκείνης που τον έφερε στον κόσμο».
Σελίδα 94

«Κύριοι ένορκοι, την επομένη του θανάτου της μητέρας του, αυτός ο άνθρωπος κολυμπούσε, άρχιζε έναν όχι κανονικό δεσμό, και πήγαινε σ’ ένα έργο κωμικό για να γελάσει. Δεν έχω πια τίποτ’ άλλο να σας πω».
Σελίδα 97

Τότε ο εισαγγελέας γύρισε στους ενόρκους και δήλωσε: «Ο ίδιος άνθρωπος που την επομένη του θανάτου της μητέρας του έπεφτε στην πιο αισχρή ακολασία, σκότωσε για λόγους τιποτένιους και για να ξεκαθαρίσει μία υπόθεση αμφιβόλου ηθικής».
Σελίδα 98

«Μα τελικά κατηγορείται επειδή κήδεψε τη μητέρα του ή επειδή σκότωσε έναν άνθρωπο;»
Σελίδα 99

Προσπάθησα να παρακολουθήσω πάλι γιατί ο εισαγγελέας είχε βαλθεί να μιλάει για την ψυχή μου.
Έλεγε ότι είχε σκύψει επάνω της κι ότι δεν είχε βρει τίποτα, κύριοι ένορκοι. Έλεγε ότι στην πραγματικότητα δεν είχα καθόλου ψυχή και τίποτα το ανθρώπινο, και πως μια από τις ηθικές αρχές που διασώζουν την ανθρώπινη καρδιά δε μου ήταν προσιτή. «Αναμφιβόλως» πρόσθεσε, «δε θα μπορούσαμε να τον κατακρίνουμε γι’ αυτό. Εκείνο που δε θα ήταν σε θέση να αποκτήσει, δε μπορούμε να παραπονιόμαστε ότι του λείπει. Αλλά όταν πρόκειται για το δικαστήριο τούτο, η εντελώς αρνητική αρετή της ανεκτικότητας, οφείλει να μεταβάλλεται σε μια αρετή, λιγότερο εύκολη αλλά πολύ ανώτερη, την αρετή της δικαιοσύνης. Προπαντός όταν η κενότητα της καρδιάς, όπως αποκαλύπτεται σ’ αυτό τον άνθρωπο, γίνεται μια δίνη όπου μπορεί να παρασυρθεί η κοινωνία».
Σελίδα 104

Δεν βρήκα τον καιρό γιατί ο πρόεδρος μου είπε μ’ έναν τρόπο περίεργο ότι θα μου κόβανε το κεφάλι σε μια δημόσια πλατεία εν ονόματι του γαλλικού λαού.
Σελίδα 109

Όταν μου συμβαίνει κάτι, προτιμώ να είμαι παρών.
Σελίδα 114

Η μαμά έλεγε συχνά ότι ποτέ δεν είναι κανείς εντελώς δυστυχισμένος.
Σελίδα 114

Εν πάση περιπτώσει δεν ήμουνα σίγουρος για το τι μ’ ενδιέφερε πραγματικά, αλλά ήμουνα απολύτως σίγουρος γι’ αυτό που δε μ’ ενδιέφερε. Κι αυτό ακριβώς για το οποίο μου μιλούσε δε μ’ ενδιέφερε.
Σελίδα 117

Όσο για μένα, δεν ήθελα να με βοηθήσει και μάλιστα δεν πρόφταινα κιόλας να ενδιαφερθώ γι’ αυτό που δε μ’ ενδιέφερε.
Σελίδα 118

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ Τ' ΑΣΤΡΑ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ (2)






ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ Τ’ ΑΣΤΡΑ

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
ΔΩΡΙΚΟΣ 1977

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Δυο χρόνια είναι σα δυο ανάσες. Ώσπου να κλείσεις τα μάτια σου και να τα’ ανοίξεις, ξυπνάς δυο χρόνια μεγαλύτερος. Ναι, έτσι είναι. Σαν είσαι μικρός, κάποιος σε κυνηγάει από πίσω με το καμουτσίκι και σ’ αναγκάζει να μεγαλώνεις γληγορότερα.
Τρως λίγο ψωμί, πίνεις λίγο νερό, μαζεύεις λίγες πίκρες… κι ύστερα, κάνεις έτσι πάνου στο χείλι σου και γιομίζει το χέρι σου χνούδι.
Τα παιδιά δεν μετρούν τα χρόνια τους, τα μετρούν για λογαριασμό τους οι μεγάλοι.
Σελίδα 231

Παρακάτου, πάλι, κάτι προσφυγάκια γυρέψανε το σκυλί του, να το κάνουνε αλογατάκι. Τι τους πείραζε; Το σκυλί, σε κάθε τέτοια περίσταση, χωνότανε με λαχτάρα στα πόδια του φίλου του, για να το προστατέψει. Είχαν δει πολλά τα μάτια του… Κι ύστερα, σου λένε, ο άνθρωπος είναι το "ευγενέστερον ζώον»… Ζώον… μάλιστα, αλλά όχι και ευγενέστερον!... Το αγριώτερον, μάλιστα! Και πάλι, λίγο του πέφτει. Μακάρι να υπήρχε στον κόσμο καμιά αρκουδόπολη ή καμιά λυκόπολη… να πάει να κάτσει κανείς… Τουλάχιστον, εκεί δε θα υπήρχανε αρκούδες ντυμένες κι αρκούδες γυμνές, ούτε λύκοι νηστικοί και λύκοι χορτάτοι.
Σελίδα 232

Στην Τετάρτη τάξη, ήταν αποφασισμένος να φορέσει και γραβάτα. Εύκολο ήταν. Δεν τις πουλούσαν πολύ ακριβά. Ακριβά ήταν τα χρήματα. Εδώ καλά καλά, δεν ήταν σίγουρος για την Τετάρτη. Θα του ‘φτανε το χαρτζιλίκι; Γιατί τα λεφτά μπορεί να μην είχαν φωνή, ψυχή και τα τέτοια… μα είχαν φτερά. Δεν είχαν καπίστρι να τα δέσεις και να τους πεις: «καρτερέψτε» με σεις εδώ, σας θέλω για του χρόνου».
Μπά!...
Σελίδα 237

Ο Μπάλιος κοίταξε το φίλο του στα μάτια. Συμφώνησαν. Κάθισε πρώτα ο Μέλιος, ύστερα και το σκυλί. Μια ώρα έμεινε κει και κάνανε μια όμορφη παρέα. Πότε κουβεντιάζοντας και πότε τρώγοντας. Στο τέλος χωρίσανε σαν παλιοί φίλοι. Την ώρα που δίνανε τα χέρια, ο δραγάτης έδειξε το σκυλί.
-Μέσ’ στην καρδιά μου μπήκε… του λέει, ας είναι φοβιτσιάρης. Τον αγαπάω. Μου τον δίνεις;
-Δεν θα καθίσει… είπε ο Μέλιος, χαϊδεύοντας τα’ αυτιά του φίλου του. Θα φύγει. Θα ‘ρθει να μ’ ανταμώσει.
-Θα τον δέσω.
-Θα ψοφήσει.
-Έχεις δίκιο… είπε σκεφτικά ο δραγάτης. Άιντε, ώρα καλή.
Σελίδα 255

Στο σπίτι της Σέβδως ανάψανε τη λάμπα. Η Ουράνα τα βάζει με το Χάρο, που αργεί. Το παιδί χώνεται μες στα στρωσίδια και κλαίει. Μια καμπάνα χτυπάει σα να πονά. Η Σέβδω δεν μπορεί να κάνει το σταυρό της και οδηγάει το χέρι της το παιδί. «Στο όνομα του πατρός – Του Υιού – Και του Αγίου Πνεύματος – Αμήν». Ύστερα το παιδί γαντζώνεται στο ρούχο της. «Δε θέλω, Σέβδω… της λέει. Μη! Δε θέλω να πεθάνεις!...» Η Σέβδω τον ακούει και παρακαλάει να την αφήσει «ν’ αφουγκραστεί». Μα η Ουράνα καυγαδίζει. Ολοένα καυγαδίζει με το Χάρο. Το σκυλάκι με το πένθος ξαναπερνά για τελευταία φορά απ’ το γεφύρι. Τα μάτια του παιδιού ματώσανε. Ποιοι κάνανε τις Ουράνες; Και τους Χάρους; Και την απονιά; Ποιοι κάνανε την απονιά; Ο Χάρος είναι κακόψυχος, αφού συμφωνάει με την Ουράνα. Κι είναι ψέματα πως τα ποτάμια τραγουδάνε. Τα ποτάμια είναι τα δάκρυα των βουνών. Κι είναι οι ψιχάλες απ’ τα δάκρυα των ανθρώπων, που χάσανε τη χαρά τους. Τα μεσάνυχτα ήρθ’ ο παπάς με το θυμιατό του.
-Τ’ είν’ αυτό; Ρώτησε η Σέβδω και τινάχτηκε.
-Τίποτα, Σέβδω… Είναι η θεία μετάληψις.
-Λεμόνι θέλω! Δεν έχει το αγόρι άλλο λεμόνι; Δε θέλω μετάληψη!
-Είναι τα άχραντα Μυστήρια, Σέβδω… είπε ξανά ο παπάς.
-Θέλω λεμόνι! Πού είναι το παιδί, να μου δώκει λεμόνι; Αυτό θέλω. Το δικό σου στέλνει στον άλλο κόσμο. Δε θέλω!
Σελίδα 285

Άμα πεινάς, το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι σα φωτιά. Μα είναι; Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα άλλος σα δοξαριά. Τι είναι, τέλος πάντων… Κι αν, πάλι, αγάπη είναι κάτι που το λένε «αγάπη», είναι αυτό η αγάπη;
Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;
Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ’ ένα έρημο δάσος… Αν δεν τα’ ακούσει κανείς… είναι κελάηδηγμα; Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού;
Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ’ αυτό, και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι’ αγάπη!... Τα μωρά ξέρουν περισσότερα.
Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; Είμαι εγώ». Τρελένεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα». Ένας βαρκάρης θ’ αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελό του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη. Μα είναι; Ποιος να του το πει;
Σελίδα 325

Κι έν’ άλλο πράγμα, γιε μου, να προσέχεις. Το καπάκι του ματιού το ‘χει ο άνθρωπος για να σκεπάζει το μάτι του σαν κοιμάται, όχι σαν είναι ξύπνιος! Κοίτα την ανθρωπότη με ξέσκεπο μάτι… και θα σ’ αγαπήσει. Γιατί εσύ, γιε πιο πολύ απ’ το κάθε τι, γεννήθηκες για την Αγάπη. Τώρα φεύγα άξαφνα, και μη γυρνάς πίσω να με δεις!
Σελίδα 440
........................................................................
Ευχαριστώ κι εγώ, Μπίθρο… Ευχαριστώ πολύ, βαθιά, κι εγώ… ο Μέλιος… ο άντρας… το παιδί… ο άνθρωπος… Ευχαριστώ, που μπορείς να διαβάζεις πιο βαθιά απ’ όλους τους σοφούς… να γελάς πιο πλούσια απ’ όλους τους ευτυχισμένους… Να κλαις πιο αληθινά απ’ όλους τους λυπημένους. Και ν’ αγαπάς, Μπίθρο… Ν’ αγαπάς, όπως πρέπει ν’ αγαπηθούν μια μέρα… όλοι οι άνθρωποι. Αμήν!

ΤΕΛΟΣ

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ Τ' ΑΣΤΡΑ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ (1)









ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ Τ΄ ΑΣΤΡΑ

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

ΔΩΡΙΚΟΣ 1977

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

-Θέλω να φύγω απ’ τα γελάδια. Να μπορώ να φορώ παστρικά ρούχα. Να γράφω και γράμματα, στρογγυλά σαν του δασκάλου. Και να μπορώ να μιλώ καλά. Να μη με περιγελάνε… Ύστερα θέλω να μάθω και κάτι μυστικά που έχουνε τα βιβλία για να μπορώ να τα λέω και στους άλλους.
-Γι’ αυτό μοναχά τα θέλεις;
-Λένε πως… άμα δεν ξέρεις γράμματα είσαι στραβός.
-Ε, εσύ είσαι;
-Δεν ξέρω. Μπορεί και να είμαι…
-Δεν τα βλέπεις όλα όσα είναι μπροστά σου;
-Τα βλέπω. Μα μπορεί να είναι κι άλλα και να μην τα βλέπω. Και να τα δω μεθαύριο, που θα μάθω γράμματα.
Σελίδα 22

-Μέλιο!... φωνάζει. Παιδί! Εσύ ’σαι;
Κάτι μαύρο σάλεψε κάτω. Το μεντέρι έτριξε.
-Μέλιο! Ξαναφωνάζει. Γιατί δεν αποκρίνεσαι, γιέ μου;
Εσύ ‘σαι; Δε μιλάς; Εγώ είμαι, ο μπάρμπας σου…
Ο πεσμένος δεν αποκρίθηκε. Αντί για μιλιά άρχισε τα κλάματα.
-Αρετή!... Φέξε γλήγορα! Εδώ είναι!
Έφερε η Αρετή τη λάμπα και βρήκανε το παιδί λουσμένο στο κλάμα.
Σελίδα 40

Κι εκεί μια μέρα, με το μικρό του άρρωστο κεφάλι, ανακάλυψε ολομόναχος τον τρόπο, που είχαν ανακαλύψει οι άνθρωποι πριν από χιλιάδες χρόνια. Τον τρόπο να γίνει κανείς συγγραφέας. Έσυρε κοντά στο στρώμα το μολύβι του και το τετράδιο κι άρχισε να γράφει τα παραμύθια του ταβανιού. Άλλος όμως δεν έδωσε χέρι, δεν τον βοήθησε άλλος κανένας. Σιγά σιγά, μάλιστα, άρχισε να μην έχει ανάγκη από βοήθεια ούτε κι απ’ το ταβάνι και τα ‘φκιαχνε ολότελα μόνος του. Ήταν ιστορίες του κεφαλιού και τίποτις άλλο.
Μια βραδιά, που έτυχε να είναι οι δυο τους παρέα με το μπάρμπα –Ανέστη, έτσι χωρίς να το καλοσκεφτεί, του είπε το μυστικό του.
-Τι μου λες, παιδί μου!; Έκανε ο μπάρμπας του. Μίλα μου καλά!
-Να, εδώ τα ‘χω.
-Τα χάρισες στο τετράδιο;… Και δε μου τά ‘δινες εμένα;
-Ναι, μπάρμπα, μα… άμα τα ‘χανες;
-Βέβαια… βέβαια… Δίκιο έχεις. Άμα τα ‘χανα; Ενώ αυτό τα κρατάει γερά, ε; Τα κρατάει; Αυτό θέλω να ξέρω.
-Τα κρατάει. Και είναι ολότελα δικά μου. Τα ‘γραψα εγώ, με τα χέρια μου.
-Και ποιος σου τα ‘δωκε, βρε παιδί μου;
-Το κεφάλι μου.
-Να το! Φώναξε καταχαρούμενος ο γέρος. Το ‘λεγα γώ! Θα γένει μεγάλο κεφάλι αυτό το παιδί.
Σελίδα 105-106

Ο Μέλιος, σαν έμεινε μόνος, πήγε κάτω στο ποτάμι κι άνοιξε το πρώτο γράμμα του μπάρμπα – Ανέστη… Φτωχό γράμμα… Αντί για λόγια είχε μόνο γραμμές… γραμμές… κι ύστερα το ‘νομα «Ανέστης Καλιορίτις…μα τι μεγάλο και συγκινητικό γράμμα!...
Ύστερα άνοιξε και τα’ άλλο… Το ίδιο κι αυτό. Ύστερα και τα’ άλλο. Όλα το ίδιο… το ίδιο… Μεγάλα, γλυκά και συγκινητικά γράμματα!
Σελίδα 131

-Θέλω να φτάσω σε κάποιο συμπέρασμα, δεσποινίς. Ότι αν είναι ταπεινό το να διασκεδάζει κανείς με την αφέλεια ενός ανθρώπου, είναι απάνθρωπο το να διασκεδάζει με την τραγωδία του!
Σελίδα 202

-Κι άλλοτε, κύριε γυμνασιάρχα, μου κλείσατε το δρόμο και λυπάμαι που δε μ’ αφήνετε να το ξεχάσω. Ξέρω ότι μισείτε τη φτώχεια. Ότι περιφρονείται την κακοτυχιά των άλλων, ότι αποστρέφεστε την ορφάνια. Ξέρω ότι τα γράμματα τα πουλάτε μόνο σε κείνους, που τα πληρώνουν ακριβά. Μα – σας ρωτώ – ξέρετε κανέναν, που να τα ‘χει πληρώσει ακριβότερα από μένα; Ορίστε τα «βιβλία» μου, κύριε γυμνασιάρχα. Τα καταθέτω στην έδρα. Είναι όλα κι όλα αυτό το τετράδιο. Σας το αφιερώνω. Για να σας θυμίζει ένα άρρωστο, άστεγο και καταδιωγμένο παιδί, και την απάνθρωπη στάση που του δείξατε. Χαίρετε!
Σελίδα 213

-Τι θα πει, αν ζεις; Χτεσινό φυντάνι είσαι! Α, αν πεις για μας τα γερόντια… ναι… Κάνεις το σταυρό σου να κοιμηθείς, και το πρωί σε βρίσκουνε με τα χέρια σταυρωμένα. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος να κάνει ό,τι είναι να κάνει, τον …. Πεθαμό να μην τόνε ξεχνάει. Δεν πρέπει να τον αφήνεις όξω απ’ τα κιτάπια σου τον πεθαμό… αυτό ξέρω γω. Σε κάθε λογαριασμό… Γιατί να, τις πιο πολλές βολές έρχεται στην ώρα του, μα είναι και βολές που ‘ρχεται άξαφνος κι ακάλεστος. Δόξα σοι ο Θεός… Κοίτα να μάθεις πολλά γράμματα. Σα μάθεις πολλά γράμματα, έχουνε να λένε… μπορεί και συνεννογιέσαι με τους ποθαμένους. Μάθε, γιε μου… μάθε πολλά γράμματα. Θα σου χρειαστούνε.
Σελίδα 225

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

Αποτελέσματα διαγωνισμού ποίησης "ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΤΣΗΣ"


1oς ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
«ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΤΣΗΣ»

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Στο διαγωνισμό που προκήρυξε το Εργαστήριο Λόγου και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στη μνήμη του Γιάννη Φάτση (1930-1997) οι συμμετοχές έφτασαν τις 156. Οι 24 ήταν από την κατηγορία Α΄, οι 119 από την κατηγορία Β΄, ενώ 13 συμμετοχές δεν σημείωναν την κατηγορία.. Δυστυχώς αποκλείστηκαν ως άκυρες 32 συμμετοχές. Ο λόγος ήταν, γιατί είχαν φανερό το επώνυμό τους, ενώ έπρεπε να είναι σε σφραγισμένο φάκελο και με ψευδώνυμο, βάσει της προκήρυξης.
Την Κριτική Επιτροπή αποτελούσαν:
Για την Α΄ κατηγορία:
Β.Δ. Αναγνωστόπουλος. Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Μαρίτα Παπαρούση, Επίκουρος Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και ο Αντώνης Αντωνίου, Εκπαιδευτικός – Ποιητής.
Για την Β΄ κατηγορία οι :
Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Μιχάλης Μερακλής, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών και Ιωαννίνων και ο Ηλίας Κεφάλας, Ποιητής.
- Στην Α΄ κατηγορία (κάτω των 25 χρόνων) διακρίθηκαν, κατ’ αλφαβητική σειρά, οι εξής:

1) Αναγνωστάκη Αναστασία (Βόλος) με το ποίημα «Ευλογημένοι οι…»
2) Βαλλιάνου Αρχοντούλα (Αθήνα) με τα ποιήματα «Λευκός θάνατος» και «Έκσταση του Μορφέα»
3) Ζοπουνίδου Ελένη (Βέροια) με το ποίημα «Νύχτα»
4) Κλουβιδάκης Ηλίας (Κρήτη) με το ποίημα «Περνούν οι μέρες»
5) Κυρίτση Μελίνα (Βόλος) με το ποίημα «Κ»
6) Τσάιτα – Τσιλιμένη Βάλια (Θεσσαλονίκη) με τα ποιήματα «Λάβαρα», «Φυγή» και «Αρπαγή»
Το ποίημα «Λάβαρα» της κ. Τσάιτα - Τσιλιμένη Βάλιας επιλέχθηκε ομόφωνα από την Κριτική Επιτροπή. Το παραθέτουμε:

Λάβαρα

Νόμιζα είχαν πληγή
Λεπτή
Κατάρτια καρφωμένα στα χείλη τους
Έμοιαζε από ψηλά η πελώρια έλξη
Μ’ ανθισμένο κάκτο

Ήταν κόκκινο που μειδίαζε
Κάηκε στον αέρα
Η λεπτή σχισμή στα βλέφαρα
Βυθισμένη στον απόηχο της μέρας

Νόμιζα είχαν ξεχαστεί
Χλωμοί
Ταξίδι στον ώμο του Κύκλωπα
Ρηχά τα φλεγόμενα νώτα τους
Στην κόκκινη άμμο

Ήταν άνεμος που αφήνιασε
Χάθηκε κει μοιραία
Η πικρή ορμή στα λάβαρα
Αναμμένη προς το αβύθιστο πέρας


- Στην Β’ κατηγορία (άνω των 25 χρόνων) διακρίθηκαν κατ’ αλφαβητική σειρά οι εξής:

1) Αβρααμίδου Χριστιάννα (Κύπρος) με το ποίημα [ΑΤΙΤΛΟ]
2) Γεωργούλα Χρυσούλα (Αθήνα) με το ποίημα «Πέτρα»
3) Ζιώγας Απόστολος (Λάρισα) με το ποίημα «Ένα παιχνίδι»
4) Ηλία –Φράγκου Χαρούλα (Βόλος) με το ποίημα «Ποίηση»
5) Καρακατσοπούλου – Χαϊδούλη Γεωργία (Βόλος) με το ποίημα «Απολογία»
6) Κάτσου –Καντάνη Σταυρούλα (Αγρίνιο) με το ποίημα «Οι ερωτευμένοι»
7) Κιοσσές Σπύρος (Βόλος) με το ποίημα «Ταξίδια»
8) Μουντάκης Κων/νος (Αθήνα) με το ποίημα «Ολυμπιονίκης»
9) Πολύζος Στέργιος (Θεσσαλονίκη) με το ποίημα «Σε βάζο με ζάχαρη»
10) Σδράλιας Δημήτριος (Καρδίτσα) με το ποίημα «Μακρινό ταξίδι»
11) Φανούλη Καλλιόπη (Καστοριά) με το ποίημα «Η φυγή των αναδέλφων»
12) Φλουρής Χρήστος (Σπάρτη) με το ποίημα «Μοναχική περιδιάβαση»
13) Φοινικόπουλος Απόστολος (Βόλος) με το ποίημα «Ανάδυση»

Το ποίημα «Ποίηση» της κ. Χαρούλας Ηλία-Φράγκου επιλέχθηκε ομόφωνα από την κριτική επιτροπή. Το παραθέτουμε:

Ποίηση

Σε φόντο λευκό αναπτύσσονται λέξεις
Αγαπούν τις καμπύλες και ως
κύκλοι στο ρέοντα λόγο
σχηματίζουν ποταμούς συναισθημάτων
και γλαυκών εικόνων.
Ως γραμμές οδοιπορούν ορθώς.
Στις δετές απαρχής γωνίες, η σύγκλιση.
(σχημάτων και εννοιών)

Αλάθητα συμβαίνουν τα σχήματα
Και στην αρμονική τους νομοτέλεια
μεγαλώνουν οι έννοιες.

Στην επιθυμία να σε περιγράψω
συνωστίζομαι σε γεωμετρικές
και λυρικές αποδείξεις.


Όπως έχει προαναγγελθεί, τα 22 επιλεγμένα ποιήματα (9 από την Α΄ κατηγορία και 13 από τη Β΄) θα κυκλοφορήσουν σε ειδική έκδοση του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Η τελετή απονομής των τιμητικών διακρίσεων στους βραβευμένους θα γίνει το φθινόπωρο.
Ίσως είναι χρήσιμες για τον αναγνώστη ορισμένες πληροφορίες γύρω από τα θέματα και τις τάσεις που επισημαίνονται στα ποιήματα του Διαγωνισμού.
Στην Α΄ κατηγορία (πήραν μέρος νέοι κάτω των 25 ετών) επικράτησαν ποιήματα όχι, όπως θα ανέμενε κανείς, λυρικά ή ηθικοκηρυγματικά, αλλά με προβληματισμό γύρω από θέματα σύγχρονα, όπως τα ναρκωτικά, η ασφυξία του βλέμματος και της ψυχής, η αναζήτηση, η φυγή κ.λπ. Μια άλλη παρατήρηση είναι, κατά τη γνώμη μου, αξιοσημείωτη. Παρότι στην προκήρυξη του διαγωνισμού δίνεται η δυνατότητα να συμμετέχει κανείς με παραδοσιακό ή ελεύθερο στίχο, όλοι προτίμησαν τον δεύτερο. Αυτό σημαίνει ότι η μοντέρνα ποίηση είναι προσφορότερη για την έκφραση των νεανικών ανησυχιών.
Στη Β΄ κατηγορία (πήραν μέρος όλοι οι ενδιαφερόμενοι άνω των 25 ετών) υπάρχει ένας βαθύτερος προβληματισμός για τα εγκόσμια, το σήμερα και το χθες, τη μοναξιά, την ιστορία, όπως και κάποιος πεσιμισμός για αγώνες αδικαίωτους κ.ά. Επίσης, στην κατηγορία αυτή έχουμε παραδοσιακή και ελεύθερη ποίηση μέσα σε καθαρότερη ποιητική ατμόσφαιρα.
Γενικά ο διαγωνισμός ήταν πολύ επιτυχημένος, αν λάβει υπόψη του κανείς όχι μόνο τον αριθμό των συμμετοχών (με ένα έως τρία ποιήματα καθεμιά), αλλά και το γεγονός ότι πήραν μέρος Έλληνες από πολλές πόλεις της χώρας μας, από την Κύπρο, από την Ευρώπη και από την Αμερική. Και αυτό σημαίνει ότι ο Πανελλήνιος Ποιητικός Διαγωνισμός «ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΤΣΗΣ» μπορεί να εξελιχθεί σε πρεσβευτή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας με την προϋπόθεση ότι θα επαναλαμβάνεται σε ετήσια βάση. Νομίζω η συνέχεια θα δώσει περισσότερο κύρος στο διαγωνισμό.


Β.Δ. Αναγνωστόπουλος
Καθηγητής,
Δ/ντής του Εργαστηρίου Λόγου και Πολιτισμού
Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Αναμνήσεις μιας γκέισας ΑΡΘΟΥΡ ΓΚΟΛΝΤΕΝ (1)



ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΓΚΕΪΣΑΣ

ΑRTHUR GOLDEN

ΛΙΒΑΝΗΣ

ΤΟΜΟΣ Α΄

(Προσφορά Ελεύθερου Τύπου)

Ως ιστορικός, θεωρούσα πάντα τα απομνημονεύματα ως μια σημαντική πηγή πληροφοριών, όχι τόσο για τον ίδιο το συγγραφέα τους όσο για τον κόσμο μέσα στον οποίο έζησε. Εδώ, άλλωστε, έγκειται και η διαφορά μεταξύ βιογραφίας και αυτοβιογραφίας. Ο βιογράφος έχει καθολική άποψη των πραγμάτων, κάτι που αναπόφευκτα στερείται ο αυτοβιογράφος. Στην αυτοβιογραφία – εάν υπάρχει πραγματικά κάτι τέτοιο – είναι σαν να ζητάς από ένα λαγό να σου πει με τι μοιάζει ο εαυτός του, όταν πηδά τρομαγμένος στο λιβάδι. Πού να ξέρει; Αν, όμως, θέλουμε να μάθουμε για το ίδιο το λιβάδι, κανένας δεν μπορεί να μας το περιγράψει καλύτερα από εκείνον – με την προϋπόθεση ότι δεν περιμένουμε από το λαγό να μας πει για πράγματα που δεν είναι σε θέση να δει.
Σελίδα 10

Θα πρέπει να σας πω κάτι για τους λαιμούς στην Ιαπωνία, που ίσως δεν το ξέρετε. Οι άντρες στην Ιαπωνία αισθάνονται, κατά κανόνα, για το λαιμό μιας γυναίκας ό,τι αισθάνονται οι άντρες της Δύσης για τις γάμπες της. Αυτός είναι και ο λόγος που ο γιακάς των κιμονό είναι τόσο χαμηλός στο πίσω μέρος: για να φαίνονται τα εξογκώματα που σχηματίζουν οι πρώτοι σπόνδυλοι της ραχοκοκαλιάς. Υποθέτω πως είναι κάτι αντίστοιχο με τη γυναίκα που φορά μίνι φούστα στο Παρίσι.
Σελίδα 116

Αν λοιπόν, τα λίγα λεπτά πόνου μπορούσαν να με αγριέψουν τόσο πολύ, τι θα μπορούσαν να μου κάνουν τα χρόνια; Η συνεχής βροχή αλλοιώνει ακόμα και την πέτρα.
Σελίδα 169

Οι ζωές μας, ξέρετε, μοιάζουν με νερό που κυλά στην πλαγιά ακολουθώντας πάντα την ίδια κατεύθυνση, μέχρι να πέσουμε πάνω σε κάτι που μας αναγκάζει ν’ αλλάξουμε πορεία.
Σελίδα 188

Στην Γκιόν ζούσε μόνο ο μισός μου εαυτός. Ο άλλος μισός ζούσε μέσα στο όνειρο της επιστροφής στο σπίτι μου. Αυτός είναι ο λόγος που τα όνειρα είναι τόσο επικίνδυνα. Μας σιγοκαίνε σαν τη φωτιά και μερικές φορές μας κάνουν στάχτη.
Σελίδα 188

Σηκώθηκα και βγήκα παραπατώντας στην αυλή προσπαθώντας να διώξω τη δυστυχία που με βάραινε. Αλλά, βέβαια, δεν μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε από τη δυστυχία που κουβαλάμε μέσα μας.
Σελίδα 189

«Θα γίνεις σπουδαία γκέισα», μου είπε, «αλλά θα γίνεις ακόμα καλύτερη, αν κατορθώσεις να κάνεις τα μάτια σου λιγότερο φλύαρα».
«Μα δεν κατάλαβα ποτέ να μιλάνε τα μάτια μου», απάντησα.
«Είναι το πιο ομιλητικό μέρος του σώματος μιας γυναίκας», συνέχισε εκείνη, «και ιδιαίτερα στην περίπτωσή σου. Στάσου εδώ, μια στιγμή, θα σου δείξω».
Σελίδα 280

Αναμνήσεις μιας γκέισας ΑΡΘΟΥΡ ΓΚΟΛΝΤΕΝ (2)



ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΓΚΕΪΣΑΣ

ΑRTHUR GOLDEN

ΛΙΒΑΝΗΣ

ΤΟΜΟΣ Β΄

(Προσφορά Ελεύθερου Τύπου)

Η θλίψη είναι το πιο παράξενο πράγμα. Είμαστε τόσο ανίσχυροι μπροστά της. Μοιάζει με παράθυρο, που ανοίγει με τη δική του θέληση. Και τότε το δωμάτιο παγώνει κι εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τρέμουμε. Αλλά ανοίγει όλο και λιγότερο κάθε φορά, όλο και λιγότερο. Ώσπου έρχεται μια μέρα που αναρωτιόμαστε τα απέγινε εκείνο το παράθυρο.
Σελίδα 441

Αυτή η προαγωγή ονομάζεται «αλλαγή γιακά», γιατί μια μαθητευόμενη φορά πάντοτε κόκκινο γιακά, ενώ μια γκέισα λευκό. Αν και, όταν δείτε μια μαθητευόμενη και μια γκέισα πλάι πλάι, το τελευταίο που θα προσέξετε θα είναι ο γιακάς τους. Η μαθητευόμενη, με τα μακριά μανίκια και το πολυφορτωμένο όμπι, θα σας φανεί σαν ιαπωνική κούκλα, ενώ η γκέισα, στη σχετική απλότητά της, θα σας δώσει την εντύπωση μιας πραγματικής γυναίκας.
Σελίδα 500

Απ’ όταν μετακόμισα στη Νέα Υόρκη, έμαθα τι σημαίνει, για τους περισσότερους ανθρώπους της Δύσης, η λέξη «γκέισα». Κάθε φορά που είμαι καλεσμένη σε ένα κομψό πάρτι, με συστήνουν σε κάποια νεαρή γυναίκα, με εντυπωσιακά ρούχα και βαρύτιμα κοσμήματα. Όταν εκείνη ακούσει ότι κάποτε ήμουν γκέισα στην Γκιόν, χαμογελά αμήχανα και φαίνεται να μην ξέρει τι να πει. Και τότε το βάρος της συζήτησης πέφτει στον άντρα ή στη γυναίκα που μας σύστησε – γιατί ποτέ δεν έμαθα τη πραγματικά τη γλώσσα σας, παρ’ όλα τα χρόνια που βρίσκομαι εδώ. Εν τω μεταξύ, βέβαια, η νεαρή γυναίκα σκέφτεται: Θεέ μου… μιλώ με μια πόρνη… Ένα λεπτό αργότερα έρχεται να τη σώσει ο συνοδός της, ένας πλούσιος άντρας, καμιά τριανταριά χρόνια μεγαλύτερός της. Λοιπόν, συχνά αναρωτιέμαι γιατί δεν μπορεί να καταλάβει πόσα κοινά έχουμε. Τη συντηρούν κι εκείνη, όπως, κάποτε, κι εμένα.
Σελίδα 501

Ποτέ πριν δεν είχα την ευκαιρία να σκεφτώ πως ήμουν πιο τυχερή από άλλους, τώρα, όμως το σκεφτόμουν συχνά. Μολονότι πρέπει να πω ότι χρειάστηκε να ζήσω αρκετό καιρό σ’ αυτή την κατάσταση ευδαιμονίας και πληρότητας, προτού κοιτάξω πίσω και παραδεχτώ πόσο στερημένη ήταν η προηγούμενη ζωή μου. Γι’ αυτό άλλωστε, και μπόρεσα να σας πω την ιστορία μου. Για να μπορείς να μιλήσεις για τον πόνο, θα πρέπει να ‘χεις πάψει να τον νιώθεις.
Σελίδα 715

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

Φτιάξτε τα δικά σας Blogs περιοδικό RAM



Το περιοδικό RAM έχει προσφορά ένα βιβλίο με οδηγίες για τα blogs.
Είναι ένα πολύ καλό βοήθημα για αρχάριους. (Σαν κι εμένα!)

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1940 ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ Γεώργιος Ι. Σούρλας

















ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1940 ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ

Γεώργιος Ι. Σούρλας

Φύγατε χωρίς να βρεθούν στο πλάι σας, την στερνή σας ώρα, η μάνα, η αδελφή, ή η καλή σας, χωρίς να σας μοιρολογήσουν και χωρίς να σας αλλάξουν με τα καλά σας για το μεγάλο σας ταξίδι… Δεν χτύπησε για σας λυπητερά η καμπάνα του χωριού σας, δεν κηδευτήκατε σε φέρετρο με λουλούδια, καθώς συνηθίζεται για όσους πεθαίνουν στα χέρια των δικών τους, δεν διαβαστήκατε στην εκκλησιά, δεν αξιωθήκατε τον «τελευταίον ασπασμόν» των συγγενών και φίλων σας και δεν τιμηθήκατε με την συντροφιά τους στην τελευταία σας κατοικία, δεν χυθήκαν δάκρυα πάνω στο μνήμα σας, δεν ανάφτηκαν κεριά…
Σελίδα 4 (Απόσπασμα από το πολεμικό ημερολόγιο «Υπέρ βωμών και εστιών» του δασκάλου, εφέδρου ανθυπολοχαγού στον πόλεμο του ’40, Νίκου Παπαβασιλείου.)

«Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ να αντικρίζω το αλέτρι να αποκαλύπτει κρανία και το τρακτέρ να θρυμματίζει τα οστά των παλληκαριών της πατρίδας, που έπεσαν στα πεδία των μαχών. Στεναχωριέμαι, θλίβομαι πλέον, πονώ όταν σκέφτομαι ότι αυτοί οι ήρωες, που βρίσκονται τώρα εδώ στη Βόρεια Ήπειρο, μετά από τόσα χρόνια είναι ακόμα άταφοι. Ούτε ένας τάφος, ούτε ένα καντήλι, ούτε ένα κερί να ανάψει μία φορά, ούτε ένας σταυρός γι’ αυτούς τους γενναίους».
…………
«Το μόνο που μπορώ να κάνω εγώ είναι να εγκαταλείψω την καλλιέργεια στο χωράφι μου. Το μόνο που μπορώ να κάνω εγώ είναι να μαζεύω τα κόκαλα, κάποια μικροαντικείμενα, και να τα πηγαίνω στην εκκλησία να τα λειτουργήσει ο παπάς. Προσεύχομαι για να αναπαύσει ο Θεός τις ψυχούλες τους».
Σελίδα 16

Εκείνο, όμως, που προκαλεί βαθιά συγκίνηση, είναι το γεγονός ότι όταν έλιωσαν τα χιόνια, βρέθηκαν Έλληνες και Ιταλοί στρατιώτες με τον οπλισμό τους πεθαμένοι αγκαλιά. Σε ένα υπερβατικό επίπεδο συμβολισμού, αυτή η εικόνα μπορεί να ιδωθεί ως έμπρακτη αποδοκιμασία του πολέμου.
Σελίδα 49

Τους τάφους δεν τους χρειάζονται πλέον οι μαχητές εκείνοι, που, έστω και άταφοι, πέρασαν στην αθανασία. Τους τάφους τους χρειάζονται οι συγγενείς τους, όλοι εμείς, γιατί είναι δικοί μας άνθρωποι. Τους χρειαζόμαστε για να γίνουν όλα αυτά που δεν έγιναν, για να κάψει το λιβάνι, να ανάψει το κερί, να αποτεθεί ένα στεφάνι, για να κάνουμε το ελάχιστο χρέος μας ως έθνος.
Σελίδα 53

Ωστόσο, δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής μας ότι οι Ιταλοί δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών νεκρών. Οφείλουμε να τους ευχαριστήσουμε, γιατί η περισυλλογή των σωρών των Ελλήνων και οι ενταφιασμοί έγιναν μόνο από εκείνους τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, ενώ εμείς, αναπαυμένοι στις δάφνες της εποποιίας, αδιαφορήσαμε. Γιατί;
Σελίδα 63





Γράμματα στον Παράδεισο Δημήτρης Κωνσταντάρας







Γράμματα στον Παράδεισο

Δημήτρης Κωνσταντάρας

Καστανιώτης

Και κάτι ακόμα. Σ’ ένα πράγμα είχαμε συμφωνήσει τόσο απόλυτα η Μαλβίνα κι εγώ: στο πόσο απαίσιο ήταν το μακιγιάζ που είχαν κάνει στη νεκρή Αλίκη Βουγιουκλάκη μες στο φέρετρό της. Ήταν ίσως η μοναδική φορά που συμφωνήσαμε τόσο απόλυτα.
Σελίδα 50

Για ένα είμαι όμως σίγουρος: πως την ώρα που μου χάιδευες τα μαλλιά, ήσουν ειλικρινής. Μόνο που δεν χάιδευες τα δικά μου μαλλιά. Τα δικά του χάιδευες. Μέσα από εμένα, έκανες την υπέρβασή σου και ζητούσες συγγνώμη που δεν ήσουνα εκεί, στο τελευταίο του αντίο.
Σελίδα 72

Εκεί ίσως ξεκαθαρίσουν και κάτι άλλο που πολύ συζητήθηκε πριν από πολλά χρόνια: το πώς, το γιατί και το ποιος είχε βάλλει τον Παπαμιχαήλ να καθίσει τόσο πίσω στην κηδεία της Αλίκης, καθώς την πρωτοκαθεδρία είχε ο Κώστας Σπυρόπουλος. Για μένα ήταν πολύ λογικό να ‘ναι ο Σπυρόπουλος δίπλα στην Αλίκη. Το γιατί κάθισε τόσο πίσω και τόσο μακριά ο Παπαμιχαήλ…
Σελίδα 79

ΥΓ. Συμπάθα με που δεν ήρθα στην κηδεία σου. Τις έχω κόψει τις πολλές πολλές κηδείες τα τελευταία χρόνια παρά το ότι –όπως μου λένε- τώρα που εκλέχτηκα βουλευτής, πρέπει να μη χάνω κηδεία για κηδεία. Άλλωστε, κι εσένα δε σε είχα δει στην κηδεία του Λάμπρου. Ούτε της Μίτσης. Θα είχες δουλειά.
Σελίδα 87

Ξέρετε τι δεν ρώτησα ποτέ; Γιατί έγραψε τόσο λίγα βιβλία. Και γιατί δεν έγραψε καθόλου όλα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, που δεν είχε –στην κυριολεξία- τίποτα να κάνει.
Σελίδα 91

Άλλο ερώτημα –κι οπωσδήποτε πολύ πιο σημαντικό- γύρω απ’ τον Δημήτρη Χορν, που μου ‘χει μείνει αναπάντητο τόσα χρόνια και ύστερα από πολλές συζητήσεις και καυγάδες με διάφορους φίλους και … λιγότερους φίλους, είναι: Ο Τάκης Χορν ήταν ο καλύτερος ηθοποιός που πέρασε ποτέ απ’ το σανίδι του ελληνικού θεάτρου;
Δεν την έχω την απάντηση. Εσείς;
Σελίδα 140

Σου είχα γράψει ένα σημειωματάκι και το ‘χα ρίξει κάτω απ’ την εξώπορτα. Δεν ξέρω αν το πήρες ποτέ. Δε ρώτησα. Ποιον να ρωτήσω; Δε σου ‘γραφα και μεγάλες φιλοσοφίες. «Είμαι κοντά σου, σε σκέφτομαι, θέλω να σε δω…»
Έγραφα και τα τηλέφωνά μου. Δε με πήρες ποτέ. Όπως έμαθα αρκετά αργότερα, δεν ήσουνα σε θέση να δεις κανέναν. Εκτός απ’ τους πολύ διαλεχτούς.
Τι κρίμα που δεν κατάφερα ποτέ μου να γίνω «διαλεχτός» σου!
Σελίδα 170

Πατέρα,
Δεν ήθελα να σου γράψω γράμμα. Ήθελα μόνο όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει το βιβλίο με τη φωτογραφία σου και την ιστορία μας, έτσι όπως την είχα δει εγώ, να σου φέρω ένα αντίτυπο και να το αφήσω επάνω στον τάφο. Μετά σκέφτηκα ότι ούτε μια ώρα δε θα ‘μενε εκεί. Κάποιος θα το «βούταγε».
Σελίδα 314

Δέκα χρόνια φέτος. Για σκέψου, ρε μάνα: Πέρασαν δέκα χρόνια και δεν ιδωθήκαμε. Απίστευτο!
Σελίδα 325