Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007

Παραμύθι;


Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ (2)




Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (Συνέχεια)

Από τη μεριά του Σουάν

ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ

ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Ένας έρωτας του Σουάν

«Νομίζετε πως η μητέρα σας θα πεθάνει, της είπε σκληρά η κυρία Βερντυρέν, αν δεν δειπνήσετε μαζί της την Πρωτοχρονιά, όπως κάνουν στην επαρχία!»
Σελ. 213


Κι ενώ η κυρία Βερντυρέν έλεγε στον άντρα της: «Έλα, δώσ’ του πορτοκαλάδα, του αξίζει», ο Σουάν διηγόταν στην Οντέτ πως είχε ερωτευθεί αυτή τη μουσική φράση. Όταν η κυρία Βερντυρέν της είπε από μακριά: «Λοιπόν, Οντέτ, σαν να μου φαίνεται πως σας λέει ωραία πράγματα», κι εκείνη απάντησε: «Ναι, πολύ ωραία», ο Σουάν βρήκε πως ήταν πολύ γλυκιά η απλότητά της. Στο μεταξύ ζητούσε πληροφορίες για τον Βεντέιγ, για το έργο του, για την εποχή που έγραψε αυτή τη σονάτα, για το τι θα μπορούσε να σημαίνει γι’ αυτόν η μικρή φράση – αυτό το τελευταίο ήταν κυρίως που ήθελε πολύ να μάθει.
Σελ. 237


«Ας ήταν να ’χατε ξεχάσει και την καρδιά σας, δεν θα σας άφηνα να την ξαναπάρετε.»
Σελ. 247


Τι κι αν η φράση του ‘λεγε πως η αγάπη είναι εύθραυστη, η δική του ήταν τόσο δυνατή! Έπαιζε με την μελαγχολία που σκορπούσε η μουσική αυτή, την ένιωθε να περνά επάνω του, αλλά την ένιωθε μόνο σαν ένα χάδι που έκανε ακόμα πιο βαθιά και πιο γλυκιά την αίσθηση της ευτυχίας που τον κατείχε. Έβαζε την Οντέτ να ξαναπαίξει τη φράση δέκα, είκοσι φορές και της ζητούσε ταυτόχρονα να τον φιλά. Κάθε φιλί ζητά ένα φιλί ακόμα. Ω, σ’ αυτό τον πρώτο καιρό της αγάπης, τα φιλιά γεννιούνται τόσο φυσικά!
Σελ. 264


Έλεγε συχνά: «Βέβαια, η ποίηση, το ξέρω φυσικά πως δεν θα υπήρχε τίποτα ωραιότερο αν ήταν αληθινή, αν οι ποιητές πίστευαν όλα όσα λένε. Πολύ συχνά όμως δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο ιδιοτελείς απ’ τους ποιητές.
Σελ. 267


«Ακόμα κι απ’ την απλή άποψη της κοκεταρίας, της έλεγε, δεν καταλαβαίνεις πόσο χάνεις απ’ τη γοητεία σου όταν υποβιβάζεις τον εαυτό σου τόσο χαμηλά, ώστε να λες ψέματα; Με μιαν ομολογία, πόσα λάθη δεν θα μπορούσες να εξαγοράσεις! Αλήθεια, είσαι πολύ λιγότερο έξυπνη απ’ ό, τι νόμιζα!»
Σελ. 321


«Και να σκεφτείς πως άσκοπα ξόδεψα χρόνια της ζωής μου, πως θέλησα να πεθάνω, πως είχα τον πιο μεγάλο μου έρωτα για μια γυναίκα που δεν μου άρεσε, που δεν ήταν ο τύπος μου!»
Σελ. 416


ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Ονόματα τόπων: το όνομα

Γιατί τα δέντρα εξακολουθούσαν να ζουν με τη δική τους ζωή και, όταν δεν είχαν πια φύλλα, η ζωή τους έλαμπε καλύτερα πάνω στο πράσινο βελούδινο θηκάρι που τύλιγε τον κορμό τους ή στο άσπρο σμάλτο απ’ τα μπαλάκια του ιξού τα σκορπισμένα στην κορυφή κάθε λεύκας, στρογγυλά σαν τον ήλιο και το φεγγάρι στη Δημιουργία του Μιχαήλ- Άγγελου.
Σελ. 463


Οι τόποι που γνωρίσαμε δεν ανήκουν μόνο στον κόσμο του χώρου, όπου τους τοποθετούμε για μεγαλύτερη ευκολία. Δεν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας. Η ανάμνηση ορισμένης εικόνας δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε. Και τα σπίτια, οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα, αλίμονο!, σαν τα χρόνια.
Σελ. 466




Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ (1)


Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο


ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ
Από τη μεριά του Σουάν

ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη

Πρώτο μέρος Κομπραί

Και, μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν πια ν’ αναζητήσω τον ύπνο με ξυπνούσε. Ήθελα ν’ ακουμπήσω το βιβλίο που νόμιζα πως κρατούσα ακόμα στα χέρια μου και να σβήσω το φως. Δεν είχα πάψει όσο κοιμόμουν να κάνω συλλογισμούς πάνω σ’ ότι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο. Είχα την εντύπωση πως ήμουν εγώ ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μία εκκλησία, ένα κουαρτέτο, ο ανταγωνισμός του Φραγκίσκου Α’ και του Καρόλου Κουίντο.
Σελ. 9


Ένας άνθρωπος που κοιμάται κρατά σε κύκλο ολόγυρά του το νήμα που δένει τις ώρες, την τάξη που ακολουθούν τα χρόνια και οι κόσμοι. Τα συμβουλεύεται ό’ αυτά με το ένστικτό του μόλις ξυπνήσει και διαβάζει σ’ ένα δευτερόλεπτο το σημείο της γης που κατέχει ο ίδιος, το χρόνο που κύλησε όσο κοιμόταν. Όμως οι σειρές τους μπορούν να μπερδευτούν, να κοπούν. Αν τα ξημερώματα, ύστερα από αϋπνία, τον πάρει ο ύπνος ενώ διαβάζει, σε μια στάση πολύ διαφορετική απ’ αυτή που συνηθίζει όταν κοιμάται, τότε το υψωμένο χέρι του αρκεί για να σταματήσει τον ήλιο, να τον κάνει να υποχωρήσει και, στην πρώτη στιγμή του ξύπνου του, δεν θα γνωρίζει πια την ώρα, θα ‘χει την εντύπωση πως μόλις πλάγιασε να κοιμηθεί.
Σελ. 11


Ίσως η ακινησία που ‘χουν τα πράγματα τριγύρω μας να τους επιβάλλεται απ’ τη βεβαιότητά μας πως είναι αυτά κι όχι άλλα, απ’ την ακινησία της σκέψης μας απέναντί τους.
Σελ. 12


Η συνήθεια! Τα ρυθμίζει όλα επιδέξια, σιγά σιγά όμως – κι αφήνει στην αρχή τη σκέψη μας να υποφέρει για βδομάδες σε μια κατάσταση προσωρινότητας - αλλά η σκέψη μας μολαταύτα την αποδέχεται με χαρά, γιατί, χωρίς τη συνήθεια και με τα δικά της μόνο μέσα, η σκέψη μας θα ήταν ανίκανη να κάνει για μας κατοικήσιμο ένα σπίτι.
Σελ. 15


«Πώς; Το θαυμάζετε αυτό; Ε λοιπόν, μπράβο σας! Και σαν τι θέλει να πει; Μήπως ένας άνθρωπος, δεν αξίζει όσο ένας άλλος; Τι σημασία έχει αν είναι δούκας ή αμαξάς, όταν έχει μυαλό και καρδιά; Ωραίο τρόπο είχε ν’ ανατρέφει τα παιδιά του ο Σαιν –Σιμόν σας, αν τους έλεγε να μη δίνουν το χέρι σ’ όλους τους τίμιους ανθρώπους. Μα είναι απλούστατα φριχτό. Και τολμάτε να το αναφέρετε;»
Σελ. 35


-Μα όχι, κυρία Οκτάβ, ο χρόνος μου δεν κοστίζει τόσο. Αυτός που τον έφτιαξε, δεν μας τον πούλησε.
Σελ.65


Και δέχτηκε μόνο αυτή την απάντηση:
«Κύριε, μου είναι απολύτως αδύνατο να σας πω αν έβρεξε. Ζω τόσο μακρια από τις μεταβολές των φυσικών συνθηκών, ώστε οι αισθήσεις μου ούτε καν νοιάζονται να με πληροφορήσουν σχετικά.
-Μα, καλό μου παιδί, ο φίλος σου είναι βλάκας, μου είπε ο πατέρας μόλις έφυγε ο Μπλαχ. Ακούς εκεί! Δεν είναι καν σε θέση να μου πει τι καιρό κάνει! Και δεν υπάρχει τίποτα πιο ενδιαφέρον απ’ αυτό! Είναι ηλίθιος!»
Σελ. 105


«Οι κόλακες ξέρουν πώς να γίνονται αρεστοί και να μαζεύουν τον παρά. Υπομονή όμως, άξαφνα μια ωραία μέρα ο καλός Θεός τους τιμωρεί», έλεγε, με το λοξό βλέμμα και τον υπαινιγμό του Ιωά, καθώς σκέφτεται αποκλειστικά την Αθαλία, όταν λέει:

Η ευτυχία των κακών σαν χείμαρρος κυλά και χάνεται.
Σελ. 122


Δεν ξανασκέφτηκα ποτέ αυτή τη σελίδα, εκείνη όμως τη στιγμή όταν, στη γωνιά του καθίσματος, όπου ο αμαξάς του γιατρού συνήθιζε να βάζει μέσα σ’ ένα πανέρι τα πουλερικά που είχε ψωνίσει στην αγορά του Μαρτενβίλ, τελείωσα το γράψιμό της, ήμουν τόσο ευτυχισμένος, ένιωθα πως η σελίδα αυτή με είχε τόσο τέλεια απαλλάξει απ’ εκείνα τα καμπαναριά κι απ’ ό,τι έκρυβαν πίσω τους, ώστε, λες κι ήμουν κι εγώ κότα κι είχα τώρα δα γεννήσει τα’ αυγό, έπιασα να τραγουδώ μ’ όλη μου τη δύναμη.
Σελ. 202


Θα τα ‘δινα όλ’ αυτά για να μπορούσα να ‘κλαιγα στην αγκαλιά της μαμάς! Ριγούσα, δεν ξεκολλούσα τα πικραμένα μάτια μου απ’ το πρόσωπο της μητέρας μου, που δεν θα εμφανιζόταν απόψε στο δωμάτιο όπου έβλεπα κιόλας με τη σκέψη τον εαυτό μου, θα ‘θελα να πέθαινα.
Σελ. 203






Η έρημος του κόκκινου φεγγαριού ΕΙΡΗΝΗ ΣΒΙΤΖΟΥ





Η έρημος του κόκκινου φεγγαριού

Ειρήνη Σβίτζου

Καλυδών

…Δεν είναι ότι ζηλεύω –μεταξύ μας, ίσως λιγάκι-, αλλά πιο πολύ θυμώνω. Πώς είναι δυνατόν κάποιοι να έχουν τόσα λεφτά και να ζουν τόσο προκλητικά ενώ δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό στο κοινωνικό γίγνεσθαι; Ενώ δεν υπηρετούν καν κάποια τέχνη, και στη δουλειά τους μόνο περιγραφικό ορισμό θα μπορούσε κανείς να αποδώσει…
Από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται από το πρωί ως το βράδυ, σε δουλειές δύσκολες, ακόμα κι επικίνδυνες, απαιτητικές και σκληρές, και τόσα χρήματα δεν θα καταφέρουν ν’ αποκτήσουν ποτέ στη ζωή τους. Θυμώνω, γιατί αυτούς τους γνωρίζουν ελάχιστοι και δεν γίνονται ποτέ θέμα στην τηλεόραση. Γιατί δεν τους λέει κανείς έναν ενθαρρυντικό λόγο για όσα κάνουν και γιατί έτσι, όπως έχουμε καταντήσει, τους κοιτάζουμε υποτιμητικά επειδή δεν φορούν ακριβά ρούχα, δεν οδηγούν αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού και δεν έχουν βίλες στη Μύκονο ή στο Παρίσι. Αλλά όλοι αυτοί, πολύ απλά, δεν είναι «κάποιοι». Σταθήκαμε όλοι μας πολύ αφελείς ή φυγόπονοι και ανεχτήκαμε την υποβάθμιση διαχρονικών ανθρώπινων αξιών. Κάποτε, σημασία είχε η προσπάθεια και όχι μόνο το αποτέλεσμα. Σε μια κοινωνία όμως που διαφθείρεται όλο και περισσότερο δεν μετρά πια παρά μόνο το περίβλημα. Ανοχή. Αυτή είναι η λέξη κλειδί. Και συνήθεια. Όταν το εξωφρενικό περνάει πια απαρατήρητο και το εκκεντρικό γίνεται κανόνας, η ανοχή τα επιβραβεύει όλα και τα αναδεικνύει σε πρότυπα. Να μη σκεφτόμαστε. Αυτό είναι το ζητούμενο. Να χάσουμε την αισθητική μας και την κριτική μας ικανότητα, να χάσουμε την αξιοπρέπειά μας γιατί πρέπει να πάψουμε να είμαστε μοναδικοί, με ευαισθησίες και ιδανικά. Αυτά δεν βολεύουν κανέναν. Ίσως ούτε κι εμάς πια.
Σελ. 43-44


«Τι είναι οι γιορτές εξάλλου; Μια – δυο μέρες σημειωμένες με κόκκινο στο ημερολόγιο. Δεν μπορεί να σου επιβάλλει κανείς πότε πρέπει να γιορτάζεις και πότε πρέπει να νιώθεις καλά ή όχι».
Σελ.53


Έκανα τις τελευταίες προετοιμασίες για το πάρτι των γενεθλίων μου. Θα έκλεινα τα τριάντα ένα κι άλλες φορές ένιωθα πολύ μεγαλύτερη κι άλλες φορές πολύ μικρότερη. Είχα πάντα τη βεβαιότητα ότι ο χρόνος είναι κάτι πολύ υποκειμενικό και σχετικό, που σίγουρα δεν έχει να κάνει μόνο με τη μονάδα μέτρησής του. Σε στιγμές αγωνίας ή στεναχώριας και λύπης είχα την εντύπωση πως δεν κυλούσε με τίποτα και σε στιγμές που περνούσα καλά ένιωθα πως τελείωνε γρήγορα, χωρίς να έχω προλάβει να κάνω και να πω όσα ήθελα. Πάντως, όπως ακριβώς και με άλλα πράγματα στη ζωή, για τα οποία ελάχιστα μπορούμε να κάνουμε, είχα πάρει απόφαση ότι κάθε χρόνο θα μεγάλωνα και προσπαθούσα να συνηθίζω στην ιδέα.
Σελ. 84-85


Περνούσε ώρες στο γυμναστήριο, στο κομμωτήριο και στα μαγαζιά, κυρίως του εξωτερικού, για να επιμεληθεί την εμφάνισή του, κι όσο κι αν ήξερα ότι αποτελούσε ανάγκη της δουλειάς του, είχα πάντα την αίσθηση ότι το έκανε με ευχαρίστηση και αφιέρωνε πολύ παραπάνω χρόνο απ’ όσο χρειαζόταν. Πολλές φορές μάλιστα πίεζε και μένα να ασχοληθώ με όλα αυτά περισσότερο απ’ όσο ήθελα κι απ’ όσο ταίριαζε στον χαρακτήρα μου και μου αγόραζε συχνά πράγματα που μου δημιουργούσαν αμηχανία, γιατί τις πιο πολλές φορές, αν και ήταν ακριβά, δεν συμβάδιζαν με το στυλ και με τις επιθυμίες μου ενώ κι εκείνος στενοχωριόταν όταν έβλεπε ότι δεν τα φορούσα.
Σελ. 183


«Γιατί θέλεις πάντα να κυνηγάς αυτούς που νομίζεις ότι σε απορρίπτουν; Τίποτα δεν είναι μόνο μαύρο ή άσπρο στη ζωή μας. Αν δεν μπορώ να γίνω αυτό που ζητάς, γιατί δεν δέχεσαι ό,τι μπορώ να σου προσφέρω; Θέλω να είμαι κοντά σου, όχι ως ερωμένη αλλά ως φίλη… Όσο κι αν αλλάξουν τα πράγματα, όσος χρόνος κι αν περάσει, μόνο αυτό μπορώ να σου δώσω. Τίποτα διαφορετικό».
Σελ. 187


«Ναι, αυτό ήταν μάλλον το λάθος μου. Όχι, Σταύρο», είπα τελικά, «δεν κάνω πια καλές πράξεις σε ανθρώπους που με πλήγωσαν και δεν εκτίμησαν ποτέ όσα τους πρόσφερα. Που δολοπλοκούσαν εναντίον μου, με τη δικαιολογία ότι μ’ αγαπούσαν. Ορίστε, ο ίδιος λες ότι ανακάλυψες πως με παρακολουθούσε. Καλά, το καταλαβαίνεις αυτό; Να παραβιάζει ασύστολα και χωρίς κανέναν λόγο την ιδιωτική μου ζωή;
Σελ. 228


Θα πρέπει να του έχει στοιχίσει πολύ όλη αυτή η ιστορία. Ωστόσο, είχα τις δικές μου ενοχές. Μ’ αυτές θα ζούσα. Δεν θα φορτωνόμουν και τις ξένες. Δεν μπορούσα πια να είμαι πάντα καλή, πάντα υποχωρητική. Δεν μπορούσα να δώσω συγγνώμη εκεί που δεν πίστευα. Η αναίτια συμπεριφορά του Πάνου με είχε βασανίσει για καιρό. Τώρα όμως είχα κόψει τις αλυσίδες με το παρελθόν μου. Δεν έμεναν απ’ αυτό παρά μόνο αναμνήσεις. Όχι πάθη, όχι τύψεις, όχι ενοχές.
Σελ. 229


«….Το ότι με αγαπούσε δεν του έδινε σε καμιά περίπτωση την ελευθερία να κανονίζει τη ζωή μου κατά τις επιθυμίες του και να με εμπλέκει σε παιχνίδια κυριαρχίας και εκδίκησης. Ούτε κι ο Νίκος βέβαια είχε αυτό το δικαίωμα. Στάθηκα ανόητη και εύπιστη. Αλλά πάλι, αυτό το παθαίνω συχνά με τους ανθρώπους. Πάντα πιστεύω στην καλή τους πρόθεση και στο τέλος βγαίνω χαμένη. Δεν ξέρω αν υπάρχει πια κανείς που να μπορεί, ακόμα και στις δύσκολες στιγμές, να είναι ειλικρινής και καλοπροαίρετος. Απογοητεύομαι όλο και περισσότερο, Αντρέα. Ίσως φταίω κι εγώ. Ίσως επιλέγω πάντα λάθος ανθρώπους για να με συντροφεύουν. Όμως δεν θέλω κατά βάθος να πιστέψω ότι ο κόσμος είναι κακός».
Σελ. 323




















Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

αγάπη η αιώνια πόλη Χρήστος Χαρατσάρης







Αγάπη
Η αιώνια πόλη

Χρήστος Χαρατσάρης

Καλυδών

-Λοιπόν, αδελφέ Νικόλαε, τι μας φέρνεις από την έρημο;
-Θα ‘λεγα πως φέρνω μαζί μου τη λαύρα της ημέρας και την παγωνιά της νύχτας, θα ‘λεγα πως φέρνω μαζί μου τ’ ατελείωτα χιλιόμετρα σκληρής γης, αλλά όχι. Από την έρημο φέρνω την ελπίδα.
Σελ. 24

-Όχι, όχι, έχω να τα πω με το πέλαγο σήμερα, μιας και αύριο είναι μεγάλη μέρα, πρέπει να πάω νωρίς για να του πω τα νέα! Έτσι κάνω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα ό,τι μου συμβαίνει, καλό ή κακό, στο πέλαγο το εμπιστεύομαι.
Σελ. 27

-Πίστη, σοφία, ελπίδα, αγάπη και μέγιστο όλων η αγάπη. Αυτό ειπώθηκε από τον Απόστολο Παύλο και ξέρεις, φίλε μου, γιατί ισχύει; Γιατί η αγάπη φέρνει πίστη, γιατί η αγάπη απαιτεί σοφία και γιατί η αγάπη φέρνει ελπίδα. Η σοφία όλων βρίσκεται στην ψυχή κι όχι στις γνώσεις μας.
Σελ. 42

Ευλογημένο το σπίτι όπου η αγάπη και ο χορός μιλούν από την πόρτα!
Σελ. 49

-Στολίζεις πάντα τα λόγια σου με τα λουλούδια της ψυχής σου…
Ο Νικόλαος φάνηκε να έρχεται σε αμηχανία με τη φιλοφρόνηση της Σαβίνας και είπε:
-Όλοι έχουμε λουλούδια στην ψυχή, αρκεί να μην αφήνουμε τα αγκάθια να τα πνίξουν.
-Εννοείς οι κακίες και τα μίση;
-Εννοώ ό,τι καταπνίγει την ανθρωπιά μας.
Σελ. 107

-Τώρα τελευταία με απασχολούν δύο ακατοίκητα νησιά που βολοδέρνουν στις ακτές μου…
Ο Νικόλαος, που εδώ και μερικά είχε σοβαρέψει την έκφρασή του, είπε:
-Γιατί δεν κατοικούνται;
-Ίσως γιατί το ένα είναι στοιχειωμένο και τ’ άλλο είναι σταυρωμένο…
Η απάντηση του γέρου παραξένεψε κάπως τον Νικόλαο, που όμως προσπάθησε να μην το δείξει.
-Καίγεται ένας φίλος… Πώς μπορώ να βλέπω τις στάχτες του; Καίγεται, σταυρώνεται… Κι είναι και τ’ όνειρο της Ελένης.
-Ποια είναι η Ελένη;
-Η νεκρή αιώνια γυναίκα μου. Ανυποχώρητα πλάσματα τα όνειρα. Έρχονται, ξανάρχονται, χτυπούν την πόρτα, μιλάνε, καλούν, ιχνογραφούν…

…………
-Σκοπεύεις να κάτσεις πολύ στο νησί, γιε μου;
Η Ερώτηση αυτή βρήκε τον Νικόλαο απροετοίμαστο και το μόνο που κατάφερε να πει ήταν:
-Ώσπου να ευτυχήσω να κατοικηθούν και τα δικά μου έρημα νησιά.
-Αμήν, γιε μου, αμήν…
Σελ. 148-149

-Θέλω μόνο να πω αυτό. Κάποτε ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε σε μια χώρα υπέροχη κι όμως εκείνος, ενώ θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένος μια και είχε όλα τα καλά η χώρα ετούτη, στεναχωριόταν γιατί ήθελε να γυρίσει τον κόσμο όλο για να γνωρίσει και άλλες χώρες. Κάποια μέρα ο άνθρωπος αυτός πήρε ένα καράβι και ταξίδεψε στον κόσμο, όμως πουθενά αλλού δεν μπόρεσε να αντικρίσει τον ουρανό της χώρας του. Έτσι, κατάλαβε πως έπρεπε να γυρίσει στη μόνη χώρα ευτυχίας που υπήρχε για κείνον στον κόσμο, στη δική του χώρα! Πες, Φιλισία μου, πως είμαι ο ταξιδευτής που γύρισα σε σένα, ευτυχισμένη χώρα μου!
Σελ.176

Αγωνίσου ψυχή
Πιο ψηλά, πιο ψηλά
Καρτερεί η Αιώνια Πόλη
Ακολούθα τους μύθους
Τους γραμμένους στο σύμπαν
Θάνατος δεν χωράει στο φως σου…
Νέα μέρα χαράζει
Όλοι κι όλα είναι ένα
………….
Σελ. 244

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΝΙ ΜΟΡΙΣΟΝ


ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΑΤΙΑ

ΤΟΝΙ ΜΟΡΙΣΟΝ

ΝΕΦΕΛΗ

Πέρασε καιρός μέχρι να παραδεχτούμε, η αδελφή μου κι εγώ, πως ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι δεν θα έβγαινε από τους σπόρους μας.
….
Τους είχα φυτέψει πολύ βαθιά. Ποτέ δε μας πέρασε η ιδέα πως η γη μπορεί να ήταν στείρα.
…..
Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο να πεις – παρά μόνο ν’ αναρωτηθείς γιατί. Όμως. Επειδή το γιατί είναι δύσκολο να το χειριστείς, δεν μπορείς παρά να καταφύγεις στο πως.
Σελ. 9-10

Οι μεγάλοι δεν μας μιλούν – μας δίνουν οδηγίες. Διατάζουν χωρίς να εξηγούν.
Σελ. 14

Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να σε πετάξουν έξω και να σε πετάξουν στο δρόμο. Αν σε πετάξουν έξω, πας κάπου αλλού. Αν βρεθείς στο δρόμο, δεν υπάρχει τόπος να πας. Η διάκριση ήταν λεπτή, αλλά καθοριστική.
Σελ. 22

Καιρό πριν, είχε περάσει απ’ το μυαλό της Πέκολα πως αν τα μάτια της –αυτά τα μάτια που άρπαζαν τις εικόνες και μάθαιναν τα τοπία- αν εκείνα τα μάτια της ήταν διαφορετικά, όμορφα δηλαδή, αυτή η ίδια θα ήταν διαφορετική.
Σελ.56

Όμορφα μάτια. Όμορφα γαλάζια μάτια. Μεγάλα γαλάζια όμορφα μάτια. Τρέχα, Τζιπ, τρέχα. Ο Τζιπ, τρέχει. Ο Τζιπ τρέχει, η Άλις τρέχει. Η Άλις έχει γαλάζια μάτια. Ο Τζέρυ έχει γαλάζια μάτια. Ο Τζέρυ τρέχει. Η Άλις τρέχει. Τρέχουν με τα γαλάζια μάτια τους. Τέσσερα γαλάζια μάτια. Τέσσερα όμορφα γαλάζια μάτια…..
…….
Σελίδα 56

Έγκλειστη καθώς ήταν στην πεποίθηση πως μόνο ένα θαύμα μπορούσε να την ανακουφίσει, δεν ήταν σε θέση, βέβαια, ν’ αναγνωρίσει την ομορφιά της. Έβλεπε μόνο ό,τι υπήρχε να δει: τα μάτια των άλλων ανθρώπων.
Σελ. 57

«Πώς γίνεται τι; Πώς γίνεται να’ χω αγόρι από το είκοσι εφτά; Γιατί εκείνη η χρονιά ήταν η τελευταία που φάνηκαν αγόρια στην πιάτσα. Από τότε σταμάτησαν. Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να γεννιούνται γέροι».
Σελ. 63

Τι πράγμα είναι η αγάπη; αναρωτιόταν. Τι κάνουν οι μεγάλοι όταν αγαπιούνται; Τρώνε ψάρια μαζί;

Σελ. 69

Δεν είχα ούτε μια γάτα να της μιλάω.
Σελ. 133

Ποιος της είπε πως ο αδελφός της ήταν φίλος της; Οι άνθρωποι δεν συμπαθιούνται μόνο και μόνο επειδή έτυχε να’ χουν την ίδια μάνα.
Σελ. 135

Σκεφτόταν πως το μοναχικός ήταν πολύ καλύτερο από το μόνος.
Σελ.173

«Τι μπορώ να κάνω για σένα παιδί μου;»
Στεκόταν εκεί, με τα χέρια διπλωμένα πάνω στο στομάχι της, με τη μικρή της κοιλίτσα να προεξέχει. «Ίσως. Ίσως να μπορείτε να το κάνετε αυτό για μένα».
«Να κάνω τι;»
«Δεν μπορώ πια να πάω σχολείο. Και σκέφτηκα πως εσείς ίσως μπορούσατε να με βοηθήσετε».
«Πώς να σε βοηθήσω; Πες μου. Μη φοβάσαι».
«Τα μάτια μου».
«Τι έχουν τα μάτια σου;»
«Τα θέλω γαλάζια».
Σελ. 200

Πες μου Κύριε, πώς μπόρεσες ν’ αφήσεις ένα παιδάκι τόσον καιρό σε τέτοια μοναξιά, ώστε να καταφέρει να βρει το δρόμο ως εδώ; Πώς μπόρεσες; Θρηνώ για σένα Κύριε. Και ακριβώς επειδή θρηνώ για σένα, έπρεπε να κάνω τη δουλειά σου εγώ αντί για Σένα.
Ξέρεις τι ήθελε; Γαλάζια μάτια. Καινούργια, γαλάζια μάτια, είπε. Σαν ν’ αγόραζε παπούτσια. «Θα ήθελα ένα ζευγάρι καινούργια γαλάζια μάτια». Πρέπει να σου τα ζητούσε πολύ καιρό και δεν της είχες απαντήσει.
Σελίδα 208

Τι; Τι να πούμε;
Να, για τα μάτια σου.
Α ναι. Τα μάτια μου. Τα γαλάζια μου μάτια. Άσε με να τα ξανακοιτάξω.
Δες πόσο όμορφα είναι.
Ναι. Κάθε φορά που τα κοιτάζω μου φαίνονται και πιο όμορφα.
Είναι τα ομορφότερα που έχω δει ποτέ.
Αλήθεια;
Ω, ναι.
Ομορφότερα κι από τον ουρανό;
Ω, ναι. Πολύ πιο όμορφα από τον ουρανό.
Σελ. 231

Κι αν τα μάτια μου δεν είναι όσο χρειάζεται γαλάζια;
Γαλάζια όσο χρειάζεται για τι;
Γαλάζια όσο χρειάζεται για … δεν ξερω. Γαλάζια όσο χρειάζεται για κάτι. Γαλάζια όσο χρειάζεται… για σένα!
Σελ. 233

Μη φεύγεις. Μη μ’ αφήνεις. Θα ξανάρθεις όταν τα αποκτήσω;
Όταν αποκτήσεις τι;
Τα πιο γαλάζια μάτια. Θα ξανάρθεις τότε;
Φυσικά θα ξανάρθω. Φεύγω για λίγο μόνο.
Μου το υπόσχεσαι;
Σίγουρα. Θα ξανάρθω. Ακριβώς μπροστά στα ίδια σου τα μάτια.
Σελ. 234



Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

ΕΛΕΥΘΕΡΟ το "Γράμμα στη μάννα... με δύο ν"



Από χθες τ’ απόγευμα Τετάρτη 14 Νοέμβρη 2007 και ώρα 6μ.μ. το βιβλίο «Γράμμα στη μάννα… με δύο ν» καθώς και τα πνευματικά δικαιώματά του, είναι «ΕΛΕΥΘΕΡΑ»!
Μαζί τους κι εγώ!


Κάποια προβλήματα προκύπτουν σ’ αυτή τη ζωή -μάλλον- γιατί πρέπει, γι’ αυτό και λύνονται μόνα τους, εκεί που εσύ βλέπεις αδιέξοδο…


Μάιο του 2006 βγήκε η τρίτη έκδοση αυτού του βιβλίου
(τις προηγούμενες δύο τις έβγαλα μόνη μου)
απ’ τις εκδόσεις ΚΑΛΥΔΩΝ, του κ. Λευτέρη Καπώνη, απ’ την Αθήνα και η συγκίνηση και η χαρά μου, τότε, ήταν μεγάλη. Την μάννα θα την μάθαιναν και πέρα απ’ τα δικά μου «χωρικά ύδατα» και την ευκαιρία της ζωής μου, μου την έδινε

αυτός ο άνθρωπος, Αυτός:
Συγγραφέας:
http://www.livanis.gr/ViewAuthors.aspx?ValueId=29704
Σεναριογράφος: http://www.senariografoi.gr/script.php?l=gr&p=membersDetails&member=27


Ήταν μεγάλη τύχη…
Αυτή η τύχη όμως, κράτησε πολύ λίγο, γιατί δεν είχα υπολογίσει ότι τα άλλα ταλέντα του κυρίου Λευτέρη (και είναι και πολλά!) θα του έκλεβαν χρόνο και τα βιβλία μου, (όχι μόνο τα δικά μου, αλλά και άλλων νέων συγγραφέων) θα έμεναν στην αποθήκη…
Δεκαοχτώ μήνες έκανε υπομονή η Μάννα, για να πάρει τα δώρα της (δωρεές στη μνήμη της - οι παλιότεροι ξέρουν), άλλο τόσους μήνες υπομονή έκανα κι εγώ.


Πονούσε πολύ…
Μέχρι χθες.
Συναντηθήκαμε και μ’ ένα «χαρτί», χαμόγελα και ευχές, μας ελευθέρωσε!
Ένας άνθρωπος της τέχνης, όπως είναι ο κύριος Λευτέρης, κλείνει τον του εκδοτικό και δε θα μπορούσε με τίποτα να πολτοποιήσει τα όνειρα, τις σκέψεις και τις ζωές τόσων ανθρώπων!

Ευχαριστώ από καρδιάς, κύριε Λευτέρη!
Εύχομαι κάθε ευτυχία και επιτυχία στη ζωή σας και στην καριέρα σας!
Κι αν με τις εκδόσεις δεν καταφέρατε όσο θα θέλατε, δεν πειράζει!
«Πολλά καρπούζια σε μια μασχάλη… δε χωράνε!» Έτσι δεν λένε;
Άλλωστε, εκδότες υπάρχουν τόσοι πολλοί! Από καλούς συγγραφείς και σεναριογράφους πάσχουμε.

Σύντομα τα υπόλοιπα βιβλία θα είναι στα χέρια μου. Έτσι το ‘θελε απ’ την αρχή η μάννα. Τα βιβλία της μόνο να χαρίζονται!
Γιατί η μάννα με δύο ν, δεν υπήρξε, ούτε για να πουληθεί, ούτε για να αγοραστεί, αλλά για έναν άλλο ιερό σκοπό κι όπως φαίνεται, θα τον πετύχει και φέτος!


Η περιπέτεια αυτού του βιβλίου είναι μεγάλη κι αν είμαι καλά, κάποτε θα την γράψω. Ναι, εκείνο το βιβλίο, όπως και οποιοδήποτε άλλο, θα «πουλιέται» και θα το βρίσκετε εύκολα.

Πλησιάζουν τα «δώρα» της και είμαι συγκινημένη με τις εξελίξεις.
Τα καλύτερα σενάρια τα γράφει η ίδια η ζωή!

Μπορεί τα υπόλοιπα προβλήματα με τις κορύνες κ.λ.π να συνεχίζονται, μα κέρδισα μια «μάχη» και πήρα δυνάμεις για τον «πόλεμο», αυτόν που λέγεται ζωή και επιβίωση.

http://katerinastamatioupap.blogspot.com/

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Σιωπηλή ΑΠΕΡΓΙΑ



Ενώ τα κυκλάμινα στο Πήλιο είναι στο φόρτε τους, το κυκλάμινο Κατερίνα αποφάσισε να σωπάσει και να απεργήσει, ως βουβή διαμαρτυρία για το έγκλημα που γίνεται τον τελευταίο καιρό στο Βόλο με τις κορύνες.

Κάποιοι αποφάσισαν, χωρίς να ενημερώσουν και χωρίς να δώσουν χρόνο στους καταστηματάρχες να ρυθμίσουν τη ζωή τους.
Δεν τους ρώτησε κανείς πως θα ζήσουν.
Δεν τους ρώτησε κανείς αν έχουν παιδιά που σπουδάζουν.
Δεν τους ρώτησε κανείς αν έχουν δάνεια.
Δεν τους ρώτησε κανείς αν ακόμα και πριν τις κορύνες τα έβγαζαν πέρα οικονομικά.

Έτσι απλά, μια ωραία πρωία, λες και είχαν να κάνουν με πρόβατα, έβαλαν φράχτες που μας λένε:
«Απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση!»

Κλαίνε οι καταστηματάρχες που ήδη τους «έφραξαν» τον δρόμο της επιβίωσης. Τρέμουμε οι υπόλοιποι για την μέρα που ξημερώνει, περιμένοντας και ελπίζοντας να μη δούμε μπροστά μας τις κορύνες και τους πελάτες να μας χαιρετάνε βιαστικοί…

Δεν αντέχω άλλο το «ΘΑΝΑΤΟΣ» που αποφάσισαν μια ομάδα εκλεγμένων ανθρώπων. Δέχομαι τους λοιμούς, σεισμούς και καταποντισμούς. Εκεί έχω να κάνω μ’ ένα Θεό, την επανάσταση της φύσης και την μοίρα μου. Δε μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Το «αποφασίζωμεν και διατάσσωμεν» όμως από ανθρώπους, σε μια χώρα δημοκρατική, δε μπορώ να το δεχτώ.

Σιγά τη μεγάλη πόλη και το κυκλοφοριακό της! Λες και ζυγίζεται το να φτάσει κάποιος ένα δεκάλεπτο νωρίτερα σπίτι του, με το να καταστραφούν οικονομικά δεκάδες οικογένειες!
Ήδη κάποιοι κλαίνε. Σύντομα θα είμαστε πιο πολλοί.
Έτσι είναι οι λύσεις προβλημάτων;
Νοιάστηκε κανείς πως θα ζήσουν αυτοί οι άνθρωποι; Βρήκαν άλλες λύσεις ώστε να μη βρεθούν τόσες οικογένειες στο δρόμο;
Προτείνω να ξηλωθούν όλες οι κορύνες και να βρεθούν άλλες λύσεις για το κυκλοφοριακό του Βόλου.

Ως τότε, μαράθηκα… και σιωπώ.
Δεν αντέχω αυτή την ανασφάλεια που προέκυψε στη ζωή μου, έτσι, ξαφνικά, γιατί κάποιοι έτσι εύκολα αποφάσισαν.

Συνάντηση με τον εαυτό μας Helene Roubeix








Συνάντηση με τον εαυτό μας

Helene Roubeix

Θυμάρι

Είναι αλήθεια ότι ο δρόμος προς την αυτογνωσία δεν είναι ανθόσπαρτος. Περνάει από δύσκολες επιλογές, και οδηγεί πολύ συχνά σε ρήξεις και αποχωρισμούς. Όσοι, όμως, αποφασίζουν να ξεκινήσουν την ερευνητική διαδικασία, ανακαλύπτουν μέσα τους ένα πολύτιμο εφόδιο: Τη χαρά ότι βρίσκονται, ήδη, στο μονοπάτι – κι ότι άρχισαν να το περπατούν.
Σελίδα 13

Πιστεύω –και στην πίστη αυτή στηρίζω όλο τον τρόπο σκέψης μου- ότι όλοι μας γεννιόμαστε με μια μοναδική και ανεπανάληπτη ταυτότητα, ακόμα κι αν αυτή δεν είναι, αρχικά, παρά ένας σπόρος, μια υπόσχεση.
Σελίδα 15

Θα μπορούσαμε, λοιπόν, κατά κάποιον τρόπο, να θεωρήσουμε το Εγώ σαν τον κηπουρό του Εαυτού. Είναι αρμόδιο να τον προστατεύει και να τον φροντίζει ώστε να μπορέσει ο Εαυτός να αναπτυχθεί και να προοδεύσει.
Σελίδα 16

Παραδόξως, το άτομο μπορεί να φαίνεται μια χαρά. Να σημειώνει λαμπρές επιτυχίες στον κοινωνικό στίβο και να δείχνει αυτόνομο. Η ψευδαίσθηση αυτή μπορεί να διαρκέσει χρόνια, ακόμα και μια ολόκληρη ζωή. Ωστόσο, είναι μάλλον επιζήμιο να προσπερνάει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό, και να εξακολουθεί να παίζει με τους άλλους και με τη ζωή. Έρχεται κάποτε η στιγμή που μας ζητάει να σοβαρευτούμε και ν’ αφήσουμε τον Εαυτό μας ελεύθερο.
Σελίδα 19

Το πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας είναι να αφουγκραστούμε τη φωνή του Εαυτού μας και να εμπιστευτούμε αυτό που νιώθουμε, να παραδεχτούμε ότι έχουμε συναισθήματα, ακόμα και να ξαναμάθουμε να αισθανόμαστε, αν χρειαστεί. Να συνειδητοποιήσουμε την κυριαρχία που υποστήκαμε τόσα χρόνια, αλλά και τη δυνατότητα που έχουμε να τερματίσουμε αυτά τα παιχνίδια κυριαρχίας-υποταγής, στα οποία είχαμε συνηθίσει να συμμετέχουμε.
Σελίδα 19

Μόλις το Εγώ κι ο εαυτός ξαναγίνουν σύμμαχοι, το άτομο ξαναβρίσκει τους βιολογικούς του ρυθμούς, που είχαν για καιρό παρεμποδιστεί, επιβραδυνθεί ή, ακόμα, και σταματήσει.
Σελίδα 20

Όπως ο Τόμας, έτσι και ο Ροβινσώνας επιλέγει την επιστροφή στον πραγματικό κόσμο, στον καθημερινό μόχθο, σε περιορισμένους και συγκεκριμένους στόχους. Ακολουθεί, βήμα-βήμα, το ταπεινό μονοπάτι της επανόδου στην πραγματικότητα. Γεγονός που αποδεικνύει την διαύγειά του – μια διαύγεια απαραίτητη στους εξαρτημένους όλων των κατηγοριών για να συνειδητοποιήσουν την εξάρτηση και την υποταγή τους σ’ αυτήν. Ωστόσο, η διαύγεια από μόνη της δεν αρκεί για να βγει κανείς από μια νοσηρή κατάσταση. Χρειάζεται, ακόμα, δύναμη, και, αναμφίβολα, βοήθεια, για να παρακαμφθεί άλλος ένας σκόπελος: Η απόπειρα κυριάρχησης πάνω στον ίδιο τον εαυτό μας και στο περιβάλλον μας. Πρόκειται για τον πειρασμό της εξουσίας, στον οποίο θα υποκύψει ο Ροβινσώνας, ο οποίος, όμως, είναι μόνος. Εν τω μεταξύ, αποφασίζει να πάψει να σέρνεται στο χώμα και να σταθεί όρθιος. Αρχίζει, τότε, γι' αυτόν, η περίοδος της δουλειάς και της κατάκτησης του νησιού.
Σελίδα 50

Η ίδια απέχθεια γι' αυτή την εξευτελιστική αδυναμία είναι, συχνά, εκείνη που οδηγεί τον ενδιαφερόμενο στη θεραπεία. Ο οποίος, σ’ ένα πρώτο στάδιο, πρέπει να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο την έκταση της υποταγής του και να συνειδητοποιήσει τις αιτίες της: Αίσθημα εγκατάλειψης, φόβος της απόρριψης, ανάγκη για αγάπη.
Σελίδα 52

Θα συνειδητοποιήσει, βέβαια, τις δυνάμεις του, αλλά θα αντιληφθεί και τα όριά του και μάλιστα σε συσχετισμό με τα όρια των άλλων, τους οποίους πρέπει να υπολογίζει και να ζει μαζί τους σε ισότιμη βάση.
Σελίδα 53

Το Εγώ του προσπαθεί με κάθε τρόπο να φυλακίσει τον Εαυτό του –αλλά ο εαυτός του, ευτυχώς, αντιστέκεται. Με αποτέλεσμα να νιώθει ο ήρωάς μας ένα ακαθόριστο άγχος.
Σελίδα 56

…..Να εγκαταλείψουμε, δηλαδή, τα παιχνίδια κυριαρχίας-υποταγής που παίζαμε με τους άλλους, και να πετύχουμε την προσωπική μας ολοκλήρωση.
Εκτός από τις μορφές κυριαρχίας που αναφέρθηκαν σ’ αυτό το κεφάλαιο, υπάρχουν πολλές ακόμα, οι οποίες εκφράζονται με διαφορετικούς τρόπους. Μία από αυτές είναι να θέλουμε να γνωρίζουμε τα πάντα για τη ζωή του άλλου και να την ελέγχουμε ανά πάσα στιγμή. Μπορεί ακόμα να πιστεύουμε και να έχουμε πείσει και τον άλλο ότι έχουμε πάντα δίκιο, ότι τα ξέρουμε όλα, και να μην ανεχόμαστε την αντίθετη άποψη. Μία άλλη μορφή είναι να απαιτούμε απ’ τον άλλο να βρίσκεται πάντα σε καλή διάθεση και να του απαγορεύουμε να είναι λυπημένος, αγχωμένος ή θυμωμένος.
Σελίδα 69

«Μέσα μου, λέει ο Ροβινσώνας, ζυμώνεται ένα ολόκληρο σύμπαν. Αλλά ένα σύμπαν σε ζύμωση λέγεται χάος… Δεν έχω ιδέα που θα με βγάλει αυτή η δημιουργία του εαυτού μου. Και δεν πρόκειται να το μάθω, προτού ολοκληρωθεί και τελειώσει οριστικά».
Σελίδα 71

«Η αρρώστια μου ήταν κάτι που έπρεπε να περάσω. Μου επέτρεψε να ξαναβάλω τη ζωή μου σε τάξη… Μόνο όταν κινδύνεψα να τη χάσω, κατάλαβα πόσο πολύτιμο δώρο είναι… Σήμερα, η κάθε μέρα, το κάθε λεπτό έχει για μένα ανεκτίμητη αξία… Δεν φοβάμαι πια το θάνατο, γιατί έχω βρει το νόημα της ζωής μου και ξέρω ότι θα πεθάνω γαλήνια. Δεν χρειάζεται πια να προσπαθώ να γεμίσω τη ζωή μου. Είναι γεμάτη, γεμάτη… ζωή. Δεν αισθάνομαι πια την ανάγκη ούτε να αποδεικνύω ούτε να επιδεικνύω την αξία μου. Με δέχομαι όπως είμαι. Ξαναβρήκα την επαφή με μένα την ίδια –και με τους άλλους. Νιώθω ολοκληρωμένη. Όλα αναδύονται πηγαία. Αφήνομαι στο ρυθμό της ζωής και μπορώ να πω ότι σήμερα, έχω στ’ αλήθεια ανακαλύψει την ουσία της ύπαρξής μου».
Σελίδα 94

Συναισθάνεται ότι ίσως η μοναξιά να κρύβει πλούτο και να του επιτρέψει να προετοιμαστεί καλύτερα για τη συνάντησή του με τους άλλους.
Σελίδα 106

Καταλαβαίνει ακόμα ότι μπορεί να λαμβάνει υπόψη του την εξωτερική πραγματικότητα, χωρίς να χρειάζεται ν’ απαρνηθεί αυτό που νιώθει μέσα του. Καταλαβαίνει ότι οι δύο αυτές πλευρές μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά.
Σελίδα 111

Εξάλλου, δεν ωφελεί να τα βάζουμε με τον εαυτό μας. Πρέπει, αντίθετα, να ξέρουμε να του δείχνουμε κατανόηση και επιείκεια. Αρκεί να δεχτούμε ότι κάποια μέρη του εαυτού μας χρειάζονται περισσότερο χρόνο, απ’ όσο είχαμε αρχικά υπολογίσει για να θεραπευτούν, ότι έχουν ανάγκη από περισσότερη προσοχή και φροντίδα.
Σελίδα 156

Ο Ροβινσώνας βρήκε την ταιριαστή του θέση. Σειρά μας τώρα να βρούμε τη δική μας. Ο δρόμος που θα μας οδηγήσει εκεί δεν είναι πάντα εύκολος, όπως είδαμε. Μας προκαλεί να ανακαλύψουμε, πίσω από έναν κυκεώνα αμυντικών μηχανισμών, ποιοι είμαστε αληθινά, και να βρούμε μέσα μας όλη την ασφάλεια που έχουμε ανάγκη για να μπούμε στο χορό της ζωής. Στην πορεία, πιθανόν να συναντήσουμε εμπόδια. Ίσως δειλιάσουμε κάποιες στιγμές. Θα έχουμε όμως πάνω μας το πιο θαυματουργό φυλαχτό για να ξορκίζει το κακό: Τη βεβαιότητα ότι βρισκόμαστε στο δρόμο που ταιριάζει σε μας, και τη χαρά που μας προξενεί αυτή η σιγουριά.
Σελίδα 160

Η μοναξιά ενός ασυμβίβαστου Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη


Η Μοναξιά ενός Ασυμβίβαστου

Σπυρίδων
Αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1996-1999)

Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη

ΕΞΑΝΤΑΣ

Ώσπου το Πάσχα ο αμνός σφαγιάζεται για να γίνει ο εθιμικός οβελίας. Η εμπειρία είναι τραυματική για τα παιδιά που αρνούνται να δοκιμάσουν από το κρέας του δικού τους αρνιού. Τα μάτια του Τζόρτζυ είναι βουρκωμένα στο πασχαλινό τραπέζι.
Σελίδα 29

Η ατυχής στιγμή που ο παπα-Καμπανής συνέλαβε τον Γιώργο να τρώει κρυφά αντίδωρο στο ιερό πριν από το πέρας της λειτουργίας, τερμάτισε τη σχέση του με το μητροπολιτικό ναό που βρισκόταν λίγα μέτρα μόλις από το σπίτι του.
Σελίδα 33

Τα σκασιαρχεία από το σχολείο ήταν από τις αγαπημένες σκανδαλιές του έφηβου γυμνασιόπαιδου, που μαζί με τους συμμαθητές του, κατέφευγε συνήθως στο Ροδίνι ρεμβάζοντας μπροστά από λιμνούλες με τα νούφαρα ή παίζοντας ποδόσφαιρο πάνω στο υψιπέδιο με τα τεράστια πεύκα.
Σελίδα 36

Περνώντας μια μέρα ο γιατρός μαζί με τον μικρό του γιο από το βιβλιοπωλείο, είπε προφητικά στον φίλο του: «Τον βλέπεις αυτόν τον μικρό; Μια μέρα θα γίνει αρχιεπίσκοπος Αμερικής».
Σελίδα 48

«Ο πατέρας μας ήταν χειρουργός κι έζησε πολλά χρόνια στην Αμερική, αλλά το όνειρό του, όταν ξεκινούσε από τη Ρόδο, ήταν να γίνει ο ίδιος μητροπολίτης. Οι συνθήκες όμως ήταν τέτοιες που δε μπόρεσε. Έτσι έβαλε σκοπό της ζωής του να κάνει τον πρώτο του γιο μητροπολίτη και να τον δει μια μέρα αρχιεπίσκοπο Αμερικής. Από χθες αυτό το όνειρο του πατέρα μας είναι πραγματικότητα. Δυστυχώς, δεν έζησε να τον δει, αλλά η ψυχή του στον παράδεισο θα αγαλλιάζει».
Σελίδα 51

Μπροστά στον κατασυγκινημένο πατέρα του, που έβλεπε το μοναδικό όνειρο της ζωής του να δρομολογείται στην τελική ευθεία, ο Σπυρίδων μπαίνει οριστικά και αμετάκλητα στις τάξεις του κλήρου.
Σελίδα 71

Ο Βαρθολομαίος του ανήγγειλε ότι η Εκκλησία σκεφτόταν να τον προωθήσει στη θέση του αρχιεπισκόπου Αμερικής, αλλά εκείνος του απάντησε:
Δεν ενδιαφέρομαι για την Αμερική». «Και αν η Εκκλησία σε επεστράτευε;» ρώτησε ο πατριάρχης. «Τότε δεν θα μπορούσα να αρνηθώ», είπε ο Σπυρίδων.
Σελίδα 120

Η σύγκρουση, όμως με τις δυνάμεις του κατεστημένου είχε αρχίσει. Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας ήταν δέσμιος μιας Εκτελεστικής Επιτροπής που τον αντιμαχόταν απροκάλυπτα.
Σελίδα 136

Έμοιαζαν με τους γυπαετούς πάνω σε νεκρή σάρκα. «Δρυός πεσούσης, πάς ανήρ ξυλεύεται», σκεφτόταν ο Σπυρίδων που αποχωρούσε από την Πόλη
με το κεφάλι ψηλά παρά τις παλινωδίες και την προδοσία…
Σελίδα 331

Κρατήστε αναλλοίωτους τους δεσμούς σας με την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, από την οποία και παραλάβατε την πίστη του Χριστού. Και να είσθε περήφανοι πάντα που γεννηθήκατε Έλληνες Ορθόδοξοι, διότι έτσι θα σας γνωρίζουν όλοι οι άνθρωποι ως λαό πίστεως, λαό παραδόσεως, λαό με οραματισμούς, λαό πρόθυμο να θυσιάσει και να θυσιασθεί για την αλήθεια.
Σελίδα 338

Υποβάλλω θερμάς τη Μητρί Εκκλησία ευχαριστίας επί τη νέα στοργική ταύτη χειρονομία και κλήσει. Δυστυχώς εις την κλήσιν ταύτην, ως ήδη εγνώρισα τη Μητρί Εκκλησία κατά την τελευταίαν εις Φανάριον επίσκεψίν μου, αδυνατώ δι’ όσα αήθως συνέβησαν ίν’ ανταποκριθώ, αποφασίσας όπως επί το γε νυν αποσυρθώ παντελώς της ενεργού εκκλησιαστικής διακονίας.
Σελίδα 340

«Επέστρεψα και εγκαταστάθηκα στην Πορτογαλία, τη χώρα που με πρωτογοήτεψε πριν τριάντα οχτώ χρόνια, όταν ταξίδευα απ’ την Αμερική για τη Χάλκη της Κωνσταντινούπολης.
…… διαβάζω τα βιβλία που μια ζωή δεν είχα χρόνο να διαβάσω. Κι ύστερα διατρέχω το διαδίκτυο για καθημερινή ενημέρωση. Αποφάσισα να παραμείνω εδώ μέχρι που να ξαναφανούν ευοίωνα σημεία στον ορίζοντα…»
Σελίδα 341





Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007

πετάει, πετάει το σύννεφο Ιουστίνη Φραγκούλη - Αργύρη














Πετάει, πετάει το σύννεφο

Ιουστίνη Φραγκούλη – Αργύρη

Ψυχογιός

Έχει την ψευδαίσθηση πως είναι ασφαλής ο παπα-Κωστάγγελος μόνον όταν περάσει το κατώφλι του σπιτιού του. Δεν ξέρει πως εκείνος θα είχε κι απόψε να παλέψει με τις αναμνήσεις του. Δεν είναι που τον καταδιώκουν τύψεις ή ενοχές, είναι που δεν καταλαβαίνει γιατί ξαφνικά τους τελευταίους μήνες ζει πιο έντονα το παρελθόν του απ’ το παρόν.
Σελίδα 29

Α, η παπαδιά πίστευε στη μάθηση γιατί είχε γνωρίσει τι θα πει άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο! Είχε βιώσει πικρά τη μοναξιά του αναλφαβητισμού από τα χρόνια του αδερφού της στην ξενιτιά, όταν δεν μπορούσε να διαβάσει τις δυο αράδες που της έστελνε από την Αμέρικα μαζί με τα τσαλακωμένα δολάρια κάθε μήνα. Έτρεχε στον μπακάλη να της πει τι έγραφε ο ξενιτεμένος. Κι αργότερα υποχρεωνόταν στον πεθερό της να της μεταφέρει τα μηνύματα του άντρα της απ’ το μέτωπο. Ούτε μια τόση τρυφεράδα δεν έσταζε ο λόγος του Κωστάγγελου, γιατί άλλος μεσολαβούσε, της τα διάβαζε ο πατέρας του. «Σ’ το ‘πα και σ’ το ξαναλέω μη μου γράφεις γράμματα, γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα», την άκουγε να σιγοτραγουδάει συχνά κι ένα μοναχικό δάκρυ αυλάκωνε το πρόσωπό της.
Σελίδα 44

Μπήκε στο μπάνιο με τη σειρά του, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και πρόσεξε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του, αποτέλεσμα της ολονύχτιας πάλης με το χθες. Δεν μπορεί να το εξηγήσει πως ορμούν απ’ το πουθενά οι αναμνήσεις, γλυκές και πικρές μαζί και του ταράσσουν την ησυχία. Μήπως ξαναγυρνούν επειδή τις είχε απωθήσει καθώς όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρχε χρόνος; Ή μήπως είναι ένας απολογισμός επειδή πλησιάζει το τέλος;
Σελίδα 47

Ολόκληρο το χωριό ερχόταν να κάνει κουράγιο στη μάνα. Ο πατέρας δεν κατέβαινε στον καφενέ. Απ’ το χωράφι στο σπίτι αμίλητος. Κι οι νοικοκυρές κουβαλούσαν αυγά στον Κωστάγγελο για να φάει να θρέψει. Τα ‘βλεπε να σωρεύονται στα πρεβάζια των παραθύρων και τον έπιανε το παράπονο…
«Βάλ’ τα, ρε μάνα, στις κλώσες να βγούνε πουλόπουλα να φάτε εσείς και τα’ άλλα τα παιδιά. Δε βλέπεις πως φεύγω;»
Σελίδα 61

Θεέ μου, η υπεραφθονία είναι κι αυτή μια πληγή! Σκέφτηκε καθώς αναθυμόταν τις πάνινες κούκλες τις παραγεμισμένες με άχυρα, που ήταν ολημερίς κι ολονυχτίς στα χέρια των δικών του κοριτσιών εκείνα τα πικρά χρόνια της στέρησης. Κι όμως, τις έπαιζαν, έπλαθαν ιστορίες, ζητούσαν απ’ τη θεία τους να τους ράψει ρούχα απ’ τα ελάχιστα κουρέλια που περίσσευαν.
Σελίδα 115

«Χριστίνα, έχω παραγγείλει ένα δώρο για τα δωμάτια των παιδιών», της είπε σχεδόν δειλά. «Έχω αναθέσει σε μια καλή μου φίλη στη Λευκάδα να φιλοτεχνήσει καλλιγραφικά τον ύμνο της αγάπης. Θα ήθελα να μεγαλώνουν όλα τα εγγόνια μου βλέποντας έστω και σε κάδρο, σαν απλή ζωγραφιά, τους λόγους του Αποστόλου Παύλου. Κάποια μέρα θα σταθούν να τα διαβάσουν, θα μπουν στο ταξίδι του βάθους…»
«μα θα την κατανοήσουν τη δύσκολη γλώσσα του ευαγγελίου, πατέρα;» αναρωτήθηκε η Χριστίνα.
«Τίποτε πιο εύκολο, παιδί μου. Ο ορισμός της αγάπης είναι διαχρονικός, λες κι η γλώσσα σταμάτησε σ’ αυτόν εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια:

Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται,
Η αγάπη ου ζηλοί,
Η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται,
Ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται,
Ου λογίζεται το κακόν,
Ου χαίρει επί τη αδικία,
Συγχαίρει δε τη αληθεία.
Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει,
Πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει…»
Σελίδα 119

«Η ζωή είναι φτιαγμένη πάνω σε νόμους. Αν τους παραβείς, γίνεσαι δέσμιος μιας πάλης με το άγνωστο. Προτιμώ να είμαι κύριος του εαυτού μου, παρά να μου παραλογίζεται εκείνος, δυσκολεύοντας τη ζωή μου. Βλέπεις, σέβομαι το σύστημα και τους κανόνες του. Τι θα μου δώσει η γεύση ενός τσιγάρου, το κρασί, αυτά που εσύ συνοψίζεις στη λέξη πάθος; Αυτά κρατάνε μια στιγμή…»
Σελίδα 138

«Πώς μ’ άφησες, μωρέ, τόσο καιρό και σε ταλαιπωρούσα άδικα; Εσύ ήσουνα υποδεκανέας και δεν είχα το δικαίωμα να σε στέλνω πειθαρχείο δι’ ασήμαντον αφορμήν… Συγχώρα με. Κωστάγγελε, ήμουνα καινούργιος και πίστευα πως θα μπορούσα να επιβληθώ μόνο με την αυστηρότητα και την τιμωρία. Συγχώρα με!»
Αυτή ήταν η πιο σημαντική στιγμή της στρατιωτικής του θητείας. Η προσωπική δικαίωση από έναν ανάλγητο στρατιωτικό που, όπως παραδέχτηκε, πειραματιζόταν στο νέο του ρόλο ασκώντας με παραλογισμό την εξουσία.
Σελίδα 146

Όλες οι τελευταίες του εμπειρίες του είχαν γίνει ένας κόμπος στο λαιμό. Τους τα εξιστόρησε όλα με το νι και με το σίγμα. Ο πατεράκης του δε φάνηκε να εκπλήσσεται: «Έτσι είναι, Κωστάγγελέ μου, οι άνθρωποι. Εκεί που νομίζεις ότι τους γνώρισες, σε διαψεύδουν για χάρη της ίδιας της ματαιότητας. Μη νιώθεις νικημένος απ’ την αδικία. Αυτή είναι η κυρίαρχη αρετή του κόσμου ετούτου».
Σελίδα 206

Ο παπα- Κωστάγγελος ψιθυρίζοντας τα λόγια της αξόδιας ακολουθίας παρηγοριόταν, παραδομένος στην πεπερασμένη του μοίρα. Είχε ψάλει και ξαναψάλει τούτους τους στίχους πάνω απ’ τις σορούς της μάνας, του πατέρα και τώρα του μισού του εαυτού. Ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται και διαλύεται πας άνθρωπος… Ήθελε να πιστεύει πως εκείνη έφυγε ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.
Σελίδα 294

Αφού δεν ήθελαν να συνεργαστούν, ο ιερέας ήξερε τον τρόπο να διεκδικήσει το δίκιο του. Έστειλε έξι νεαρούς άστεγους που πήραν ένα αντίσκηνο και το ‘φεραν ως προσωπική τους δωρεά στον περίβολο του Αι- Γιώργη. Κι ύστερα όλο το χωριό ανασκουμπώθηκε να στήσει την εκκλησιά κάτω απ’ την τέντα. Χώρισαν το ιερό με κουρτίνες, μετέφεραν την Αγία Τράπεζα, κρέμασαν σα σε τέμπλο τις φορητές εικόνες στο παραβάν. Τα ικανά χέρια των αντρών, υπό την καθοδήγηση του παπα-Κωστάγγελου, έφτιαξαν ένα ναό από πανί και πίστη.
Σελίδα 300

Είχε τελειώσει πια και την αναμέτρησή του με το παρελθόν. Δεν το ‘βλεπε πλέον σαν απολογισμό, μόνο σαν ξεκαθάρισμα του προσωπικού τοπίου της ζωής του. Γι’ αυτό έπιασε πένα και χαρτί τα τελευταία χρόνια και ταξινόμησε τις αναμνήσεις της πλέριας του ζωής προσπαθώντας ν’ αποτιμήσει τις όποιες της αξίες. Κάθε μέρα, απ’ τις εφτά το πρωί ως το μεσημέρι που περνούσε απ’ της Σοφίας του, κατέγραφε με ακρίβεια τα γεγονότα σαν παρακαταθήκη για τους επιγόνους του. Κι ύστερα έφτιαξε ένα όμορφο ντοσιέ με τα χειρόγραφά του και τα παρέδωσε στην Τζούλια του. Εκείνη είπε ότι θα τακτοποιήσει τα’ απομνημονεύματά του τρυπώνοντάς τα στη ζωή ολάκερης της οικογένειας. Ας είναι. Της έχει εμπιστοσύνη της δικηγορίνας του.
Σελίδα 311

Κι εκεί που τους άκουγε να διασκεδάζουν ξέγνοιαστοι…
…Κι ένιωσε ξαφνικά πως έφευγε και πέταγε πάνω σ’ ένα λευκό πουπουλένιο σύννεφο. Τον περίμενε πέρα μακριά στο βάθος η Αρίστη, ντυμένη με το ρουμπινί της νυφικό.
……
«Μια ζωή με βασάνιζε η απορία σου. Και μόνο μια στιγμή μού φτάνει να σου πω πως ναι. Πετάει το σύννεφο! Πετάει!
Σελίδα 319
Το μπλογκ της Ιουστίνης, εδώ:

Πίσω μας στέκει ο Θεός HANS KILLIAN

Πίσω μας στέκει ο Θεός

HANS KILLIAN

Η ΔΑΜΑΣΚΟΣ
……
Όταν λέω «πίσω από μας» εννοώ μ’ αυτή την έκφραση όλους τους χειρουργούς, που δίπλα στο κρεβάτι του αρρώστου και στο χειρουργικό τραπέζι αγωνίζονται μόνοι, με σύντροφο την ευθύνη για τη ζωή του αρρώστων των. Αυτοί όλοι έχουν μια πείρα πιο χειροπιαστή από πολλούς συνανθρώπους των, για την εξουσία που έχει ο αόρατος Δυνατός. Γνωρίζουν πόση ανώφελη είναι κάθε προσπάθεια, όταν Εκείνος λέει το «όχι» για την ζωήν ενός αρρώστου και νιώθουν τη χαρά, όταν, αντίθετα σε κάθε λογική και επιστήμη, συμβαίνει το θαύμα μιας θεραπείας, ένα βίωμα που μας κάνει τόσο ταπεινούς όσο και ευτυχείς.
…….
(Απ’ τον πρόλογο)

Η ζωή η ίδια με πήρε στο σχολείο της και μου έδειξε ότι δεν μπορεί κανείς να στέκεται ούτε ύστερα από μια νίκη ούτε ύστερα από μια ήττα και είναι χαμένος μονάχα εκείνος που δεν έχει τη δύναμη να πει «κι’ όμως πρέπει να προχωρήσω».
Σελίδα 43

Οι δικασταί και οι χειρουργοί αντιμετωπίζουν την ίδια περίπου δυσάρεστη πραγματικότητα: επεμβαίνουν μερικές φορές πολύ αποφασιστικά στη ζωή των συνανθρώπων τους ενώ έπειτα κατηγορούμενος και ασθενής εξαφανίζονται για πάντα από τα μάτια τους. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις μαθαίνουμε τι απέγινε εκείνος του οποίου η τύχη κάποτε για λίγες ώρες βρισκόταν στα χέρια μας.
Σελίδα 59

Τι είναι η βασιλεία του Θεού; Το να συγχωρούμε ο ένας τον άλλον, όπως συγχωρεί ο Θεός κι εμάς. Το να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, όπως αγαπά κι εμάς ο Θεός. Όταν έχουμε μέσα μας την Αγάπη, τι μεγαλύτερη ευτυχία μπορεί να υπάρξει; (Παράκελσος)
Σελίδα 135

Και βαθιά ευτυχισμένος σκέφτηκα: Ναι, εδώ έγινε το θαύμα μιας αληθινής θεραπείας, έτσι όπως την εννοούσε ο Παράκελσος: Ο άρρωστος ξαναγύρισε στο σπίτι του, στο βασίλειο εκείνο, όπου όλοι μας ζούμε, συγχωρώντας ο ένας τον άλλο κάτω από την Χάρη του Θεού.
Σελίδα 147

Είναι ίσως μια ρομαντική αντίληψις, αλλά πάντα θεωρούσα τη σχέση μεταξύ αρρώστου και γιατρού σαν ένα είδος συντροφικότητος στον αγώνα εναντίον του πόνου και του θανάτου. Απ’ αυτήν την αντίληψη προκύπτουν για μένα αναγκαστικά μια σειρά ηθικών υποχρεώσεων, που οι κυριώτερες είναι: απόλυτος ειλικρίνεια κι απ’ τις δυο πλευρές, αμοιβαία εμπιστοσύνη και πίστις ακόμη και στις προσωπικές ανθρώπινες σχέσεις, τις εξωιατρικές.
Σελίδα 263

Η ολοκληρωμένη θεραπεία όμως είναι ένα γεγονός που ο γιατρός δεν μπορεί να επιτύχει ποτέ μόνος, αλλά σ’ αυτό, μα το δικό του τρόπο, οφείλει να συνεργαστεί κι ο ίδιος ο άρρωστος και το περιβάλλον του. Ακόμη όμως πρέπει να παρασταθεί κι ο μεγάλος Αόρατος που στέκεται πίσω απ’ τα δικά μας, τα γήινα γεγονότα.
Γιατί στην τελευταία της έννοια ολόκληρη η ιατρική σοφία βρίσκεται και παραμένει μέσα στην πρόταση:
« Medicus curat
Deus sanat”.
δηλαδή:
« ο γιατρός νοσηλεύει
Ο Θεός θεραπεύει»
Σελίδα 312