Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο
ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ
ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ
Από τη μεριά του Σουάν
ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη
Πρώτο μέρος Κομπραί
Και, μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν πια ν’ αναζητήσω τον ύπνο με ξυπνούσε. Ήθελα ν’ ακουμπήσω το βιβλίο που νόμιζα πως κρατούσα ακόμα στα χέρια μου και να σβήσω το φως. Δεν είχα πάψει όσο κοιμόμουν να κάνω συλλογισμούς πάνω σ’ ότι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο. Είχα την εντύπωση πως ήμουν εγώ ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μία εκκλησία, ένα κουαρτέτο, ο ανταγωνισμός του Φραγκίσκου Α’ και του Καρόλου Κουίντο.
Σελ. 9
Ένας άνθρωπος που κοιμάται κρατά σε κύκλο ολόγυρά του το νήμα που δένει τις ώρες, την τάξη που ακολουθούν τα χρόνια και οι κόσμοι. Τα συμβουλεύεται ό’ αυτά με το ένστικτό του μόλις ξυπνήσει και διαβάζει σ’ ένα δευτερόλεπτο το σημείο της γης που κατέχει ο ίδιος, το χρόνο που κύλησε όσο κοιμόταν. Όμως οι σειρές τους μπορούν να μπερδευτούν, να κοπούν. Αν τα ξημερώματα, ύστερα από αϋπνία, τον πάρει ο ύπνος ενώ διαβάζει, σε μια στάση πολύ διαφορετική απ’ αυτή που συνηθίζει όταν κοιμάται, τότε το υψωμένο χέρι του αρκεί για να σταματήσει τον ήλιο, να τον κάνει να υποχωρήσει και, στην πρώτη στιγμή του ξύπνου του, δεν θα γνωρίζει πια την ώρα, θα ‘χει την εντύπωση πως μόλις πλάγιασε να κοιμηθεί.
Σελ. 11
Ίσως η ακινησία που ‘χουν τα πράγματα τριγύρω μας να τους επιβάλλεται απ’ τη βεβαιότητά μας πως είναι αυτά κι όχι άλλα, απ’ την ακινησία της σκέψης μας απέναντί τους.
Σελ. 12
Η συνήθεια! Τα ρυθμίζει όλα επιδέξια, σιγά σιγά όμως – κι αφήνει στην αρχή τη σκέψη μας να υποφέρει για βδομάδες σε μια κατάσταση προσωρινότητας - αλλά η σκέψη μας μολαταύτα την αποδέχεται με χαρά, γιατί, χωρίς τη συνήθεια και με τα δικά της μόνο μέσα, η σκέψη μας θα ήταν ανίκανη να κάνει για μας κατοικήσιμο ένα σπίτι.
Σελ. 15
«Πώς; Το θαυμάζετε αυτό; Ε λοιπόν, μπράβο σας! Και σαν τι θέλει να πει; Μήπως ένας άνθρωπος, δεν αξίζει όσο ένας άλλος; Τι σημασία έχει αν είναι δούκας ή αμαξάς, όταν έχει μυαλό και καρδιά; Ωραίο τρόπο είχε ν’ ανατρέφει τα παιδιά του ο Σαιν –Σιμόν σας, αν τους έλεγε να μη δίνουν το χέρι σ’ όλους τους τίμιους ανθρώπους. Μα είναι απλούστατα φριχτό. Και τολμάτε να το αναφέρετε;»
Σελ. 35
-Μα όχι, κυρία Οκτάβ, ο χρόνος μου δεν κοστίζει τόσο. Αυτός που τον έφτιαξε, δεν μας τον πούλησε.
Σελ.65
Και δέχτηκε μόνο αυτή την απάντηση:
«Κύριε, μου είναι απολύτως αδύνατο να σας πω αν έβρεξε. Ζω τόσο μακρια από τις μεταβολές των φυσικών συνθηκών, ώστε οι αισθήσεις μου ούτε καν νοιάζονται να με πληροφορήσουν σχετικά.
-Μα, καλό μου παιδί, ο φίλος σου είναι βλάκας, μου είπε ο πατέρας μόλις έφυγε ο Μπλαχ. Ακούς εκεί! Δεν είναι καν σε θέση να μου πει τι καιρό κάνει! Και δεν υπάρχει τίποτα πιο ενδιαφέρον απ’ αυτό! Είναι ηλίθιος!»
Σελ. 105
«Οι κόλακες ξέρουν πώς να γίνονται αρεστοί και να μαζεύουν τον παρά. Υπομονή όμως, άξαφνα μια ωραία μέρα ο καλός Θεός τους τιμωρεί», έλεγε, με το λοξό βλέμμα και τον υπαινιγμό του Ιωά, καθώς σκέφτεται αποκλειστικά την Αθαλία, όταν λέει:
Η ευτυχία των κακών σαν χείμαρρος κυλά και χάνεται.
Σελ. 122
Δεν ξανασκέφτηκα ποτέ αυτή τη σελίδα, εκείνη όμως τη στιγμή όταν, στη γωνιά του καθίσματος, όπου ο αμαξάς του γιατρού συνήθιζε να βάζει μέσα σ’ ένα πανέρι τα πουλερικά που είχε ψωνίσει στην αγορά του Μαρτενβίλ, τελείωσα το γράψιμό της, ήμουν τόσο ευτυχισμένος, ένιωθα πως η σελίδα αυτή με είχε τόσο τέλεια απαλλάξει απ’ εκείνα τα καμπαναριά κι απ’ ό,τι έκρυβαν πίσω τους, ώστε, λες κι ήμουν κι εγώ κότα κι είχα τώρα δα γεννήσει τα’ αυγό, έπιασα να τραγουδώ μ’ όλη μου τη δύναμη.
Σελ. 202
Θα τα ‘δινα όλ’ αυτά για να μπορούσα να ‘κλαιγα στην αγκαλιά της μαμάς! Ριγούσα, δεν ξεκολλούσα τα πικραμένα μάτια μου απ’ το πρόσωπο της μητέρας μου, που δεν θα εμφανιζόταν απόψε στο δωμάτιο όπου έβλεπα κιόλας με τη σκέψη τον εαυτό μου, θα ‘θελα να πέθαινα.
Σελ. 203
ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη
Πρώτο μέρος Κομπραί
Και, μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν πια ν’ αναζητήσω τον ύπνο με ξυπνούσε. Ήθελα ν’ ακουμπήσω το βιβλίο που νόμιζα πως κρατούσα ακόμα στα χέρια μου και να σβήσω το φως. Δεν είχα πάψει όσο κοιμόμουν να κάνω συλλογισμούς πάνω σ’ ότι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο. Είχα την εντύπωση πως ήμουν εγώ ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μία εκκλησία, ένα κουαρτέτο, ο ανταγωνισμός του Φραγκίσκου Α’ και του Καρόλου Κουίντο.
Σελ. 9
Ένας άνθρωπος που κοιμάται κρατά σε κύκλο ολόγυρά του το νήμα που δένει τις ώρες, την τάξη που ακολουθούν τα χρόνια και οι κόσμοι. Τα συμβουλεύεται ό’ αυτά με το ένστικτό του μόλις ξυπνήσει και διαβάζει σ’ ένα δευτερόλεπτο το σημείο της γης που κατέχει ο ίδιος, το χρόνο που κύλησε όσο κοιμόταν. Όμως οι σειρές τους μπορούν να μπερδευτούν, να κοπούν. Αν τα ξημερώματα, ύστερα από αϋπνία, τον πάρει ο ύπνος ενώ διαβάζει, σε μια στάση πολύ διαφορετική απ’ αυτή που συνηθίζει όταν κοιμάται, τότε το υψωμένο χέρι του αρκεί για να σταματήσει τον ήλιο, να τον κάνει να υποχωρήσει και, στην πρώτη στιγμή του ξύπνου του, δεν θα γνωρίζει πια την ώρα, θα ‘χει την εντύπωση πως μόλις πλάγιασε να κοιμηθεί.
Σελ. 11
Ίσως η ακινησία που ‘χουν τα πράγματα τριγύρω μας να τους επιβάλλεται απ’ τη βεβαιότητά μας πως είναι αυτά κι όχι άλλα, απ’ την ακινησία της σκέψης μας απέναντί τους.
Σελ. 12
Η συνήθεια! Τα ρυθμίζει όλα επιδέξια, σιγά σιγά όμως – κι αφήνει στην αρχή τη σκέψη μας να υποφέρει για βδομάδες σε μια κατάσταση προσωρινότητας - αλλά η σκέψη μας μολαταύτα την αποδέχεται με χαρά, γιατί, χωρίς τη συνήθεια και με τα δικά της μόνο μέσα, η σκέψη μας θα ήταν ανίκανη να κάνει για μας κατοικήσιμο ένα σπίτι.
Σελ. 15
«Πώς; Το θαυμάζετε αυτό; Ε λοιπόν, μπράβο σας! Και σαν τι θέλει να πει; Μήπως ένας άνθρωπος, δεν αξίζει όσο ένας άλλος; Τι σημασία έχει αν είναι δούκας ή αμαξάς, όταν έχει μυαλό και καρδιά; Ωραίο τρόπο είχε ν’ ανατρέφει τα παιδιά του ο Σαιν –Σιμόν σας, αν τους έλεγε να μη δίνουν το χέρι σ’ όλους τους τίμιους ανθρώπους. Μα είναι απλούστατα φριχτό. Και τολμάτε να το αναφέρετε;»
Σελ. 35
-Μα όχι, κυρία Οκτάβ, ο χρόνος μου δεν κοστίζει τόσο. Αυτός που τον έφτιαξε, δεν μας τον πούλησε.
Σελ.65
Και δέχτηκε μόνο αυτή την απάντηση:
«Κύριε, μου είναι απολύτως αδύνατο να σας πω αν έβρεξε. Ζω τόσο μακρια από τις μεταβολές των φυσικών συνθηκών, ώστε οι αισθήσεις μου ούτε καν νοιάζονται να με πληροφορήσουν σχετικά.
-Μα, καλό μου παιδί, ο φίλος σου είναι βλάκας, μου είπε ο πατέρας μόλις έφυγε ο Μπλαχ. Ακούς εκεί! Δεν είναι καν σε θέση να μου πει τι καιρό κάνει! Και δεν υπάρχει τίποτα πιο ενδιαφέρον απ’ αυτό! Είναι ηλίθιος!»
Σελ. 105
«Οι κόλακες ξέρουν πώς να γίνονται αρεστοί και να μαζεύουν τον παρά. Υπομονή όμως, άξαφνα μια ωραία μέρα ο καλός Θεός τους τιμωρεί», έλεγε, με το λοξό βλέμμα και τον υπαινιγμό του Ιωά, καθώς σκέφτεται αποκλειστικά την Αθαλία, όταν λέει:
Η ευτυχία των κακών σαν χείμαρρος κυλά και χάνεται.
Σελ. 122
Δεν ξανασκέφτηκα ποτέ αυτή τη σελίδα, εκείνη όμως τη στιγμή όταν, στη γωνιά του καθίσματος, όπου ο αμαξάς του γιατρού συνήθιζε να βάζει μέσα σ’ ένα πανέρι τα πουλερικά που είχε ψωνίσει στην αγορά του Μαρτενβίλ, τελείωσα το γράψιμό της, ήμουν τόσο ευτυχισμένος, ένιωθα πως η σελίδα αυτή με είχε τόσο τέλεια απαλλάξει απ’ εκείνα τα καμπαναριά κι απ’ ό,τι έκρυβαν πίσω τους, ώστε, λες κι ήμουν κι εγώ κότα κι είχα τώρα δα γεννήσει τα’ αυγό, έπιασα να τραγουδώ μ’ όλη μου τη δύναμη.
Σελ. 202
Θα τα ‘δινα όλ’ αυτά για να μπορούσα να ‘κλαιγα στην αγκαλιά της μαμάς! Ριγούσα, δεν ξεκολλούσα τα πικραμένα μάτια μου απ’ το πρόσωπο της μητέρας μου, που δεν θα εμφανιζόταν απόψε στο δωμάτιο όπου έβλεπα κιόλας με τη σκέψη τον εαυτό μου, θα ‘θελα να πέθαινα.
Σελ. 203
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου