ΔΩΡΙΚΟΣ 1977
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Δυο χρόνια είναι σα δυο ανάσες. Ώσπου να κλείσεις τα μάτια σου και να τα’ ανοίξεις, ξυπνάς δυο χρόνια μεγαλύτερος. Ναι, έτσι είναι. Σαν είσαι μικρός, κάποιος σε κυνηγάει από πίσω με το καμουτσίκι και σ’ αναγκάζει να μεγαλώνεις γληγορότερα.
Τρως λίγο ψωμί, πίνεις λίγο νερό, μαζεύεις λίγες πίκρες… κι ύστερα, κάνεις έτσι πάνου στο χείλι σου και γιομίζει το χέρι σου χνούδι.
Τα παιδιά δεν μετρούν τα χρόνια τους, τα μετρούν για λογαριασμό τους οι μεγάλοι.
Σελίδα 231
Παρακάτου, πάλι, κάτι προσφυγάκια γυρέψανε το σκυλί του, να το κάνουνε αλογατάκι. Τι τους πείραζε; Το σκυλί, σε κάθε τέτοια περίσταση, χωνότανε με λαχτάρα στα πόδια του φίλου του, για να το προστατέψει. Είχαν δει πολλά τα μάτια του… Κι ύστερα, σου λένε, ο άνθρωπος είναι το "ευγενέστερον ζώον»… Ζώον… μάλιστα, αλλά όχι και ευγενέστερον!... Το αγριώτερον, μάλιστα! Και πάλι, λίγο του πέφτει. Μακάρι να υπήρχε στον κόσμο καμιά αρκουδόπολη ή καμιά λυκόπολη… να πάει να κάτσει κανείς… Τουλάχιστον, εκεί δε θα υπήρχανε αρκούδες ντυμένες κι αρκούδες γυμνές, ούτε λύκοι νηστικοί και λύκοι χορτάτοι.
Σελίδα 232
Στην Τετάρτη τάξη, ήταν αποφασισμένος να φορέσει και γραβάτα. Εύκολο ήταν. Δεν τις πουλούσαν πολύ ακριβά. Ακριβά ήταν τα χρήματα. Εδώ καλά καλά, δεν ήταν σίγουρος για την Τετάρτη. Θα του ‘φτανε το χαρτζιλίκι; Γιατί τα λεφτά μπορεί να μην είχαν φωνή, ψυχή και τα τέτοια… μα είχαν φτερά. Δεν είχαν καπίστρι να τα δέσεις και να τους πεις: «καρτερέψτε» με σεις εδώ, σας θέλω για του χρόνου».
Μπά!...
Σελίδα 237
Ο Μπάλιος κοίταξε το φίλο του στα μάτια. Συμφώνησαν. Κάθισε πρώτα ο Μέλιος, ύστερα και το σκυλί. Μια ώρα έμεινε κει και κάνανε μια όμορφη παρέα. Πότε κουβεντιάζοντας και πότε τρώγοντας. Στο τέλος χωρίσανε σαν παλιοί φίλοι. Την ώρα που δίνανε τα χέρια, ο δραγάτης έδειξε το σκυλί.
-Μέσ’ στην καρδιά μου μπήκε… του λέει, ας είναι φοβιτσιάρης. Τον αγαπάω. Μου τον δίνεις;
-Δεν θα καθίσει… είπε ο Μέλιος, χαϊδεύοντας τα’ αυτιά του φίλου του. Θα φύγει. Θα ‘ρθει να μ’ ανταμώσει.
-Θα τον δέσω.
-Θα ψοφήσει.
-Έχεις δίκιο… είπε σκεφτικά ο δραγάτης. Άιντε, ώρα καλή.
Σελίδα 255
Στο σπίτι της Σέβδως ανάψανε τη λάμπα. Η Ουράνα τα βάζει με το Χάρο, που αργεί. Το παιδί χώνεται μες στα στρωσίδια και κλαίει. Μια καμπάνα χτυπάει σα να πονά. Η Σέβδω δεν μπορεί να κάνει το σταυρό της και οδηγάει το χέρι της το παιδί. «Στο όνομα του πατρός – Του Υιού – Και του Αγίου Πνεύματος – Αμήν». Ύστερα το παιδί γαντζώνεται στο ρούχο της. «Δε θέλω, Σέβδω… της λέει. Μη! Δε θέλω να πεθάνεις!...» Η Σέβδω τον ακούει και παρακαλάει να την αφήσει «ν’ αφουγκραστεί». Μα η Ουράνα καυγαδίζει. Ολοένα καυγαδίζει με το Χάρο. Το σκυλάκι με το πένθος ξαναπερνά για τελευταία φορά απ’ το γεφύρι. Τα μάτια του παιδιού ματώσανε. Ποιοι κάνανε τις Ουράνες; Και τους Χάρους; Και την απονιά; Ποιοι κάνανε την απονιά; Ο Χάρος είναι κακόψυχος, αφού συμφωνάει με την Ουράνα. Κι είναι ψέματα πως τα ποτάμια τραγουδάνε. Τα ποτάμια είναι τα δάκρυα των βουνών. Κι είναι οι ψιχάλες απ’ τα δάκρυα των ανθρώπων, που χάσανε τη χαρά τους. Τα μεσάνυχτα ήρθ’ ο παπάς με το θυμιατό του.
-Τ’ είν’ αυτό; Ρώτησε η Σέβδω και τινάχτηκε.
-Τίποτα, Σέβδω… Είναι η θεία μετάληψις.
-Λεμόνι θέλω! Δεν έχει το αγόρι άλλο λεμόνι; Δε θέλω μετάληψη!
-Είναι τα άχραντα Μυστήρια, Σέβδω… είπε ξανά ο παπάς.
-Θέλω λεμόνι! Πού είναι το παιδί, να μου δώκει λεμόνι; Αυτό θέλω. Το δικό σου στέλνει στον άλλο κόσμο. Δε θέλω!
Σελίδα 285
Άμα πεινάς, το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι σα φωτιά. Μα είναι; Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα άλλος σα δοξαριά. Τι είναι, τέλος πάντων… Κι αν, πάλι, αγάπη είναι κάτι που το λένε «αγάπη», είναι αυτό η αγάπη;
Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;
Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ’ ένα έρημο δάσος… Αν δεν τα’ ακούσει κανείς… είναι κελάηδηγμα; Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού;
Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ’ αυτό, και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι’ αγάπη!... Τα μωρά ξέρουν περισσότερα.
Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; Είμαι εγώ». Τρελένεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα». Ένας βαρκάρης θ’ αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελό του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη. Μα είναι; Ποιος να του το πει;
Σελίδα 325
Κι έν’ άλλο πράγμα, γιε μου, να προσέχεις. Το καπάκι του ματιού το ‘χει ο άνθρωπος για να σκεπάζει το μάτι του σαν κοιμάται, όχι σαν είναι ξύπνιος! Κοίτα την ανθρωπότη με ξέσκεπο μάτι… και θα σ’ αγαπήσει. Γιατί εσύ, γιε πιο πολύ απ’ το κάθε τι, γεννήθηκες για την Αγάπη. Τώρα φεύγα άξαφνα, και μη γυρνάς πίσω να με δεις!
Σελίδα 440
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Δυο χρόνια είναι σα δυο ανάσες. Ώσπου να κλείσεις τα μάτια σου και να τα’ ανοίξεις, ξυπνάς δυο χρόνια μεγαλύτερος. Ναι, έτσι είναι. Σαν είσαι μικρός, κάποιος σε κυνηγάει από πίσω με το καμουτσίκι και σ’ αναγκάζει να μεγαλώνεις γληγορότερα.
Τρως λίγο ψωμί, πίνεις λίγο νερό, μαζεύεις λίγες πίκρες… κι ύστερα, κάνεις έτσι πάνου στο χείλι σου και γιομίζει το χέρι σου χνούδι.
Τα παιδιά δεν μετρούν τα χρόνια τους, τα μετρούν για λογαριασμό τους οι μεγάλοι.
Σελίδα 231
Παρακάτου, πάλι, κάτι προσφυγάκια γυρέψανε το σκυλί του, να το κάνουνε αλογατάκι. Τι τους πείραζε; Το σκυλί, σε κάθε τέτοια περίσταση, χωνότανε με λαχτάρα στα πόδια του φίλου του, για να το προστατέψει. Είχαν δει πολλά τα μάτια του… Κι ύστερα, σου λένε, ο άνθρωπος είναι το "ευγενέστερον ζώον»… Ζώον… μάλιστα, αλλά όχι και ευγενέστερον!... Το αγριώτερον, μάλιστα! Και πάλι, λίγο του πέφτει. Μακάρι να υπήρχε στον κόσμο καμιά αρκουδόπολη ή καμιά λυκόπολη… να πάει να κάτσει κανείς… Τουλάχιστον, εκεί δε θα υπήρχανε αρκούδες ντυμένες κι αρκούδες γυμνές, ούτε λύκοι νηστικοί και λύκοι χορτάτοι.
Σελίδα 232
Στην Τετάρτη τάξη, ήταν αποφασισμένος να φορέσει και γραβάτα. Εύκολο ήταν. Δεν τις πουλούσαν πολύ ακριβά. Ακριβά ήταν τα χρήματα. Εδώ καλά καλά, δεν ήταν σίγουρος για την Τετάρτη. Θα του ‘φτανε το χαρτζιλίκι; Γιατί τα λεφτά μπορεί να μην είχαν φωνή, ψυχή και τα τέτοια… μα είχαν φτερά. Δεν είχαν καπίστρι να τα δέσεις και να τους πεις: «καρτερέψτε» με σεις εδώ, σας θέλω για του χρόνου».
Μπά!...
Σελίδα 237
Ο Μπάλιος κοίταξε το φίλο του στα μάτια. Συμφώνησαν. Κάθισε πρώτα ο Μέλιος, ύστερα και το σκυλί. Μια ώρα έμεινε κει και κάνανε μια όμορφη παρέα. Πότε κουβεντιάζοντας και πότε τρώγοντας. Στο τέλος χωρίσανε σαν παλιοί φίλοι. Την ώρα που δίνανε τα χέρια, ο δραγάτης έδειξε το σκυλί.
-Μέσ’ στην καρδιά μου μπήκε… του λέει, ας είναι φοβιτσιάρης. Τον αγαπάω. Μου τον δίνεις;
-Δεν θα καθίσει… είπε ο Μέλιος, χαϊδεύοντας τα’ αυτιά του φίλου του. Θα φύγει. Θα ‘ρθει να μ’ ανταμώσει.
-Θα τον δέσω.
-Θα ψοφήσει.
-Έχεις δίκιο… είπε σκεφτικά ο δραγάτης. Άιντε, ώρα καλή.
Σελίδα 255
Στο σπίτι της Σέβδως ανάψανε τη λάμπα. Η Ουράνα τα βάζει με το Χάρο, που αργεί. Το παιδί χώνεται μες στα στρωσίδια και κλαίει. Μια καμπάνα χτυπάει σα να πονά. Η Σέβδω δεν μπορεί να κάνει το σταυρό της και οδηγάει το χέρι της το παιδί. «Στο όνομα του πατρός – Του Υιού – Και του Αγίου Πνεύματος – Αμήν». Ύστερα το παιδί γαντζώνεται στο ρούχο της. «Δε θέλω, Σέβδω… της λέει. Μη! Δε θέλω να πεθάνεις!...» Η Σέβδω τον ακούει και παρακαλάει να την αφήσει «ν’ αφουγκραστεί». Μα η Ουράνα καυγαδίζει. Ολοένα καυγαδίζει με το Χάρο. Το σκυλάκι με το πένθος ξαναπερνά για τελευταία φορά απ’ το γεφύρι. Τα μάτια του παιδιού ματώσανε. Ποιοι κάνανε τις Ουράνες; Και τους Χάρους; Και την απονιά; Ποιοι κάνανε την απονιά; Ο Χάρος είναι κακόψυχος, αφού συμφωνάει με την Ουράνα. Κι είναι ψέματα πως τα ποτάμια τραγουδάνε. Τα ποτάμια είναι τα δάκρυα των βουνών. Κι είναι οι ψιχάλες απ’ τα δάκρυα των ανθρώπων, που χάσανε τη χαρά τους. Τα μεσάνυχτα ήρθ’ ο παπάς με το θυμιατό του.
-Τ’ είν’ αυτό; Ρώτησε η Σέβδω και τινάχτηκε.
-Τίποτα, Σέβδω… Είναι η θεία μετάληψις.
-Λεμόνι θέλω! Δεν έχει το αγόρι άλλο λεμόνι; Δε θέλω μετάληψη!
-Είναι τα άχραντα Μυστήρια, Σέβδω… είπε ξανά ο παπάς.
-Θέλω λεμόνι! Πού είναι το παιδί, να μου δώκει λεμόνι; Αυτό θέλω. Το δικό σου στέλνει στον άλλο κόσμο. Δε θέλω!
Σελίδα 285
Άμα πεινάς, το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι σα φωτιά. Μα είναι; Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα άλλος σα δοξαριά. Τι είναι, τέλος πάντων… Κι αν, πάλι, αγάπη είναι κάτι που το λένε «αγάπη», είναι αυτό η αγάπη;
Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;
Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ’ ένα έρημο δάσος… Αν δεν τα’ ακούσει κανείς… είναι κελάηδηγμα; Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού;
Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ’ αυτό, και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι’ αγάπη!... Τα μωρά ξέρουν περισσότερα.
Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; Είμαι εγώ». Τρελένεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα». Ένας βαρκάρης θ’ αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελό του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη. Μα είναι; Ποιος να του το πει;
Σελίδα 325
Κι έν’ άλλο πράγμα, γιε μου, να προσέχεις. Το καπάκι του ματιού το ‘χει ο άνθρωπος για να σκεπάζει το μάτι του σαν κοιμάται, όχι σαν είναι ξύπνιος! Κοίτα την ανθρωπότη με ξέσκεπο μάτι… και θα σ’ αγαπήσει. Γιατί εσύ, γιε πιο πολύ απ’ το κάθε τι, γεννήθηκες για την Αγάπη. Τώρα φεύγα άξαφνα, και μη γυρνάς πίσω να με δεις!
Σελίδα 440
........................................................................
Ευχαριστώ κι εγώ, Μπίθρο… Ευχαριστώ πολύ, βαθιά, κι εγώ… ο Μέλιος… ο άντρας… το παιδί… ο άνθρωπος… Ευχαριστώ, που μπορείς να διαβάζεις πιο βαθιά απ’ όλους τους σοφούς… να γελάς πιο πλούσια απ’ όλους τους ευτυχισμένους… Να κλαις πιο αληθινά απ’ όλους τους λυπημένους. Και ν’ αγαπάς, Μπίθρο… Ν’ αγαπάς, όπως πρέπει ν’ αγαπηθούν μια μέρα… όλοι οι άνθρωποι. Αμήν!
ΤΕΛΟΣ
Ευχαριστώ κι εγώ, Μπίθρο… Ευχαριστώ πολύ, βαθιά, κι εγώ… ο Μέλιος… ο άντρας… το παιδί… ο άνθρωπος… Ευχαριστώ, που μπορείς να διαβάζεις πιο βαθιά απ’ όλους τους σοφούς… να γελάς πιο πλούσια απ’ όλους τους ευτυχισμένους… Να κλαις πιο αληθινά απ’ όλους τους λυπημένους. Και ν’ αγαπάς, Μπίθρο… Ν’ αγαπάς, όπως πρέπει ν’ αγαπηθούν μια μέρα… όλοι οι άνθρωποι. Αμήν!
ΤΕΛΟΣ
Το είχα διαβάσει όταν ήμουν 13-14 χρονών....ρούφηξα στην κυριολεξία τα αποσπάσματα που έβαλες, άλλα τα θυμόμουν ...άλλα καθόλου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝά'σαι καλά όμως που τα δημοσίευσες, έκανα ένα φλαςμπακ στα χρόνια της εφηβείας μου, τότε που λάτρευα τον Λουντέμη, ακόμα τά'χω όλα τα βιβλία του, εκείνη την παλιά έκδοση με το βυσσινί εξώφυλλο ....
Το βιβλίο ήταν μοναδικό. Τόση η επιτυχία του που ακολούθησαν άλλα τρία βιβλία σαν συνέχειες του. Είναι μία σειρά έργων που αλλάζουν το γνώριμο κομμουνιστικό (σοσιαλιστικού ρεαλισμού) ύφος του Λουντέμη που έζησε μεγάλες ταλαιπωρίες στην εξορία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝιόβη μου, τυχερή που το διάβασες τόσο νωρίς! Χάρηκα που το φχαριστήθηκες και σου το ξαναθύμησα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια!
Δείμε μου, ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλα, λέξη-λέξη τα θυμάμαι σαν να τα είχα διαβάσει χθες. Κι ας περασαν σαράντα χρόνια. Η Κρινοδάκτυλη, η Αγγελοκάμωτη, οι Πέρσες, η Σέβδω, ο Μπάλιος, αλλά κυρίως ο γύφτος Μπίθρος. Ευρωπαίοι αμετανόητοι, Κάτω τα χέρια από τους Μπίθρους μας!
ΑπάντησηΔιαγραφή