ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Αχ και να γινότανε, λέει, να κινούσα τώρα δα για τα χωράφια μας, με το τραγούδι στ’ αχείλι, με το λουλούδι στ’ αφτί και πλάι να ‘χα την Κατίνα μου, καβάλα στη φοραδίτσα μας, με κάνα κουτσούβελο στο βυζί! Κι οι Τούρκοι να βγαίνουν στις πόρτες και να μας χαιρετάνε καλόκαρδα όπως παλιά: «Αξαμλαρινίζ χαίρ ολσούν, τσορμπατζή». «Ογούρ ολά, εφέντη!» «Ωχ, Σεφκιέτ, αδέρφι, δε φιλιωθήκανε οι Θεοί μας! Και τώρα τι θ’ απογίνουμε; Νε τσαρέ; Ονλαρί χιεπ ουναταλίμ αζίζ εμσεριλέρ!» (Ποιο τ’ όφελος, πατριώτες; Ελάτε να τα ξεχάσουμε όλα….)
Σελ. 290
-Μάνα μ’! Μανούλα μ’! έσυρε κραυγή τ’ αγόρι κι έφερε τις χουφτίτσες του μ’ απελπισιά στα μάγουλα. Έ! Εσείς του κόσμου, μεγάλοι και τρανοί. Ακούσατε ποτές καμιά τέτοια φωνή;
-Πάμι στη μάνα μ’, παππούλι!
Πάμι, γιέ μ’, πάμι!
Καμπόσοι που ακούγανε την ιστορία, φωνάξανε:
-Γέρο, μη σου σάλεψε ο νους; Να χαθείς θέλεις κι εσύ και το παιδί;
-Οι τσέτες του Μπεχλιβάν κατεβήκανε.
Ο γέρος και το παιδί μας γυρίσανε την πλάτη και τρέχανε πίσω! Νύχτα σκέπασε τη γη. Δεν ήτανε τούτος κόσμος πλασμένος από χέρι Θεού! Όχι, δεν ήτανε!
Σελ. 292
Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο. Φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε, γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. Άνοιξε τα σκέλια σου! Και τ’ ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις.
Σελ.313
Μας πήρε το παράπονο! Μπρε, δικό μας δεν είναι τούτο το χωριό. Δικά μας δεν είναι τα σπίτια; Δικά μας δεν είναι τα χώματα, τα σπαρτά, τα δέντρα; Εδώ δε μεγαλώσαμε; Εδώ δε δουλέψαμε; Εδώ δεν είναι θαμμένα τα κόκαλα των πατεράδων μας; Εδώ δεν είναι τα καζάντια μας, οι μνήμες μας, τα όνειρά μας; Πώς έγινε και δεν είναι τίποτε δικό μας;
Σελ.331
Αντάρτη του Κιορ μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ… Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!
Σελίδα 340
Αχ και να γινότανε, λέει, να κινούσα τώρα δα για τα χωράφια μας, με το τραγούδι στ’ αχείλι, με το λουλούδι στ’ αφτί και πλάι να ‘χα την Κατίνα μου, καβάλα στη φοραδίτσα μας, με κάνα κουτσούβελο στο βυζί! Κι οι Τούρκοι να βγαίνουν στις πόρτες και να μας χαιρετάνε καλόκαρδα όπως παλιά: «Αξαμλαρινίζ χαίρ ολσούν, τσορμπατζή». «Ογούρ ολά, εφέντη!» «Ωχ, Σεφκιέτ, αδέρφι, δε φιλιωθήκανε οι Θεοί μας! Και τώρα τι θ’ απογίνουμε; Νε τσαρέ; Ονλαρί χιεπ ουναταλίμ αζίζ εμσεριλέρ!» (Ποιο τ’ όφελος, πατριώτες; Ελάτε να τα ξεχάσουμε όλα….)
Σελ. 290
-Μάνα μ’! Μανούλα μ’! έσυρε κραυγή τ’ αγόρι κι έφερε τις χουφτίτσες του μ’ απελπισιά στα μάγουλα. Έ! Εσείς του κόσμου, μεγάλοι και τρανοί. Ακούσατε ποτές καμιά τέτοια φωνή;
-Πάμι στη μάνα μ’, παππούλι!
Πάμι, γιέ μ’, πάμι!
Καμπόσοι που ακούγανε την ιστορία, φωνάξανε:
-Γέρο, μη σου σάλεψε ο νους; Να χαθείς θέλεις κι εσύ και το παιδί;
-Οι τσέτες του Μπεχλιβάν κατεβήκανε.
Ο γέρος και το παιδί μας γυρίσανε την πλάτη και τρέχανε πίσω! Νύχτα σκέπασε τη γη. Δεν ήτανε τούτος κόσμος πλασμένος από χέρι Θεού! Όχι, δεν ήτανε!
Σελ. 292
Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο. Φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε, γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. Άνοιξε τα σκέλια σου! Και τ’ ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις.
Σελ.313
Μας πήρε το παράπονο! Μπρε, δικό μας δεν είναι τούτο το χωριό. Δικά μας δεν είναι τα σπίτια; Δικά μας δεν είναι τα χώματα, τα σπαρτά, τα δέντρα; Εδώ δε μεγαλώσαμε; Εδώ δε δουλέψαμε; Εδώ δεν είναι θαμμένα τα κόκαλα των πατεράδων μας; Εδώ δεν είναι τα καζάντια μας, οι μνήμες μας, τα όνειρά μας; Πώς έγινε και δεν είναι τίποτε δικό μας;
Σελ.331
Αντάρτη του Κιορ μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ… Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!
Σελίδα 340
Ευχαριστώ την εαρινή συμφωνία που ήταν η αφορμή να διαβάσω αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου