ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Τανγκό μές στον καθρέφτη
ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ
Γερνάμε κάνοντας όπισθεν. Ό,τι δυνατό σχηματίσθηκε εντός μας, από παλιά, δεν σβήνει. Αντίθετα, μαζεύει, πυκνώνει, βαραίνει. Γίνεται μήτρα. Επιστρέφουμε, χωνόμαστε μέσα της, και στη στάση του εμβρύου περιμένουμε το θάνατό μας.
Σελίδα 13
Στενοχώρια είναι η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό πού έχεις και σ’ αυτό πού επιθυμείς, άκουσα πρό καιρού σε μιαν εκπομπή στην τηλεόραση.
Σελίδα 16
Γράφω στό ημερολόγιο και το βλέπω. Πάνω στίς λευκές σελίδες του, σαν σε καθρέφτη ασάλευτου νερού, την κοιτώ την ψεύτρα μου και με κοιτάει κι εκείνη. Μπερδεύομαι: είναι το είδωλό μου ή είμαι το είδωλό της; Αλληλοκυνηγιόμαστε, αλληλοκρυβόμαστε. Πότε εγώ τα φυλάω πότε εκείνη. Πότε εγώ φωνάζω, «φτού, ξελευθερία!» πότε εκείνη. Δεν είναι εύκολη καθόλου η ειλικρίνεια, όσο για την αλήθεια, μοιάζει με ομίχλη ουτοπίας πού διαλύεται την κάθε αυγή.
Γράφω εδώ και μιλώ για μένα σαν κάποιος παραλήπτης να με ξέρει καλά, κι άλλοτε πάλι συμπεριφέρομαι σα να οφείλω μιάν ακριβέστατη αναφορά προς έναν επίσημο άγνωστο. Σ’ ένα πρόσωπο εξαιρετικά σημαντικό, δικαστή τής συνείδησής μου περίπου.
Σελίδα 28
Είναι ανυπόφορα ενοχλητικό να αισθάνεσαι πώς νομίζουν ότι σε ξέρουν και να σού συμπεριφέρονται βασιζόμενοι σ’ αυτό πού νομίζουν για σένα. Μπερδεύεσαι κι η ίδια για το ποια είσαι, κλονίζεσαι να εξηγηθείς, κι εγκαταλείπεσαι. Κι αν αυτό είναι δυσάρεστο για κάθε σχέση, μέσα στην συζυγική ζωή, και επί εικοσιτετραώρου βάσεως, καταντάει πραγματική δοκιμασία.
Σελίδα 37
Κι ύστερα, ένα ημερολόγιο όπως κι ένα μυθιστόρημα είναι για τον συγγραφέα του μια μοναδική ευκαιρία να ξαναπλάσει στα μέτρα του τον κόσμο και ν’ αρπάξει επιτέλους μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο τη θέση πού πιστεύει πώς του αξίζει. Τη θέση πού πουθενά αλλού δεν θα του χαρισθεί.
Βάζω πάνω- πάνω στη λευκή σελίδα την ημερομηνία, καμιά φορά και την ώρα για να κρατώ τους τύπους κι ύστερα προχωρώ και χάνομαι μέσα στο χρόνο.
Σελίδα 56
Στην αρχή ήμουνα σχολαστικά τυπική σαν καλή μαθήτρια. Ημερομηνία, τα συμβάντα της ημέρας, λίγα σχόλια, κάποιο επιμύθιο, ωραία και καθαρά γράμματα. Με τον καιρό και σιγά-σιγά λύθηκα, αμολύθηκα, κολυμπώ όπου θέλω ή μπορώ, σε ψέματα και σ’ αλήθειες μου κι αφήνω τους κρουνούς του δικού μου ουρανού ελεύθερα να τρέχουν, να με ταξιδεύουν και να με πνίγουν.
Αναρωτιέμαι, θα μπορέσω τώρα πιά να ζήσω χωρίς ημερολόγιο; Θα είναι σά να ζώ στο βρόντο μια και μονάχα τά γραπτά μένουν. Θέλω να γίνω ολάκαιρη ένα γραπτό. Για να επιζήσω, να παραμείνω. Να μην κυλά ο χρόνος με το σκιάχτρο της λήθης απειλητικά να καταχτυπιέται στον άνεμο. Θέλω να γίνω ολάκαιρη ένα γραπτό. Όσο γίνεται. Όσα μπορώ να συνειδητοποιώ έστω να περισώσω.
Σελίδα 57
Για κάτι ελάχιστο γεμίζεις χαρά, για κάτι ελάχιστο θλίβεσαι και μαυρίζεις.
Σελίδα 60
…. Κι αν τη θες τη βροχή πρέπει να βρέχεσαι κιόλας.
Σελίδα 71
Ευτυχώς που πεθαίνουν μονάχα οι άλλοι κι εγώ, όταν χρειασθεί να πεθάνω, δεν θα είμαι μάλλον παρούσα. Σκέψεις φρίκης με στροβιλίζουν σήμερα σα να είμαι βυθισμένη, ξύπνια όμως, στους τρομαχτικότερους εφιάλτες μου.
Σελίδα 127
Παλιότερα έλεγα στον ένα και στον άλλο, «καλύτερα χωρίς παρέα παρά με κακιά παρέα!». Τώρα το βλέπω, δεν ισχύει για όλους αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι πού δεν είναι έτσι. Για μερικούς είναι προτιμότερο μια κακιά παρέα παρά χωρίς παρέα.
Σελίδα 135
-Καλύτερα να μη γνωρίζεις από κοντά εκείνους πού από μακριά θαυμάζεις, κάνω μελαγχολικά.
-Αν θες να ονειρεύεσαι, συμφωνώ. Καλύτερα.
-Δεν είναι αυτό… Δεν είναι έτσι ακριβώς.
-Εντάξει, εντάξει. Αστειεύομαι. Βιάζεται να κλείσει το τηλέφωνο, ύστερα το κρατάει πάλι.
-Δεν το ξέρεις πώς την αίγλη τους μπορούν να τη διατηρήσουν μόνο οι νεκροί συγγραφείς;
-Είναι πού δεν κινδυνεύει κανείς να τους συναντήσει στο σπίτι σου.
Σελίδα 190
Τανγκό μές στον καθρέφτη
ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ
Γερνάμε κάνοντας όπισθεν. Ό,τι δυνατό σχηματίσθηκε εντός μας, από παλιά, δεν σβήνει. Αντίθετα, μαζεύει, πυκνώνει, βαραίνει. Γίνεται μήτρα. Επιστρέφουμε, χωνόμαστε μέσα της, και στη στάση του εμβρύου περιμένουμε το θάνατό μας.
Σελίδα 13
Στενοχώρια είναι η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό πού έχεις και σ’ αυτό πού επιθυμείς, άκουσα πρό καιρού σε μιαν εκπομπή στην τηλεόραση.
Σελίδα 16
Γράφω στό ημερολόγιο και το βλέπω. Πάνω στίς λευκές σελίδες του, σαν σε καθρέφτη ασάλευτου νερού, την κοιτώ την ψεύτρα μου και με κοιτάει κι εκείνη. Μπερδεύομαι: είναι το είδωλό μου ή είμαι το είδωλό της; Αλληλοκυνηγιόμαστε, αλληλοκρυβόμαστε. Πότε εγώ τα φυλάω πότε εκείνη. Πότε εγώ φωνάζω, «φτού, ξελευθερία!» πότε εκείνη. Δεν είναι εύκολη καθόλου η ειλικρίνεια, όσο για την αλήθεια, μοιάζει με ομίχλη ουτοπίας πού διαλύεται την κάθε αυγή.
Γράφω εδώ και μιλώ για μένα σαν κάποιος παραλήπτης να με ξέρει καλά, κι άλλοτε πάλι συμπεριφέρομαι σα να οφείλω μιάν ακριβέστατη αναφορά προς έναν επίσημο άγνωστο. Σ’ ένα πρόσωπο εξαιρετικά σημαντικό, δικαστή τής συνείδησής μου περίπου.
Σελίδα 28
Είναι ανυπόφορα ενοχλητικό να αισθάνεσαι πώς νομίζουν ότι σε ξέρουν και να σού συμπεριφέρονται βασιζόμενοι σ’ αυτό πού νομίζουν για σένα. Μπερδεύεσαι κι η ίδια για το ποια είσαι, κλονίζεσαι να εξηγηθείς, κι εγκαταλείπεσαι. Κι αν αυτό είναι δυσάρεστο για κάθε σχέση, μέσα στην συζυγική ζωή, και επί εικοσιτετραώρου βάσεως, καταντάει πραγματική δοκιμασία.
Σελίδα 37
Κι ύστερα, ένα ημερολόγιο όπως κι ένα μυθιστόρημα είναι για τον συγγραφέα του μια μοναδική ευκαιρία να ξαναπλάσει στα μέτρα του τον κόσμο και ν’ αρπάξει επιτέλους μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο τη θέση πού πιστεύει πώς του αξίζει. Τη θέση πού πουθενά αλλού δεν θα του χαρισθεί.
Βάζω πάνω- πάνω στη λευκή σελίδα την ημερομηνία, καμιά φορά και την ώρα για να κρατώ τους τύπους κι ύστερα προχωρώ και χάνομαι μέσα στο χρόνο.
Σελίδα 56
Στην αρχή ήμουνα σχολαστικά τυπική σαν καλή μαθήτρια. Ημερομηνία, τα συμβάντα της ημέρας, λίγα σχόλια, κάποιο επιμύθιο, ωραία και καθαρά γράμματα. Με τον καιρό και σιγά-σιγά λύθηκα, αμολύθηκα, κολυμπώ όπου θέλω ή μπορώ, σε ψέματα και σ’ αλήθειες μου κι αφήνω τους κρουνούς του δικού μου ουρανού ελεύθερα να τρέχουν, να με ταξιδεύουν και να με πνίγουν.
Αναρωτιέμαι, θα μπορέσω τώρα πιά να ζήσω χωρίς ημερολόγιο; Θα είναι σά να ζώ στο βρόντο μια και μονάχα τά γραπτά μένουν. Θέλω να γίνω ολάκαιρη ένα γραπτό. Για να επιζήσω, να παραμείνω. Να μην κυλά ο χρόνος με το σκιάχτρο της λήθης απειλητικά να καταχτυπιέται στον άνεμο. Θέλω να γίνω ολάκαιρη ένα γραπτό. Όσο γίνεται. Όσα μπορώ να συνειδητοποιώ έστω να περισώσω.
Σελίδα 57
Για κάτι ελάχιστο γεμίζεις χαρά, για κάτι ελάχιστο θλίβεσαι και μαυρίζεις.
Σελίδα 60
…. Κι αν τη θες τη βροχή πρέπει να βρέχεσαι κιόλας.
Σελίδα 71
Ευτυχώς που πεθαίνουν μονάχα οι άλλοι κι εγώ, όταν χρειασθεί να πεθάνω, δεν θα είμαι μάλλον παρούσα. Σκέψεις φρίκης με στροβιλίζουν σήμερα σα να είμαι βυθισμένη, ξύπνια όμως, στους τρομαχτικότερους εφιάλτες μου.
Σελίδα 127
Παλιότερα έλεγα στον ένα και στον άλλο, «καλύτερα χωρίς παρέα παρά με κακιά παρέα!». Τώρα το βλέπω, δεν ισχύει για όλους αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι πού δεν είναι έτσι. Για μερικούς είναι προτιμότερο μια κακιά παρέα παρά χωρίς παρέα.
Σελίδα 135
-Καλύτερα να μη γνωρίζεις από κοντά εκείνους πού από μακριά θαυμάζεις, κάνω μελαγχολικά.
-Αν θες να ονειρεύεσαι, συμφωνώ. Καλύτερα.
-Δεν είναι αυτό… Δεν είναι έτσι ακριβώς.
-Εντάξει, εντάξει. Αστειεύομαι. Βιάζεται να κλείσει το τηλέφωνο, ύστερα το κρατάει πάλι.
-Δεν το ξέρεις πώς την αίγλη τους μπορούν να τη διατηρήσουν μόνο οι νεκροί συγγραφείς;
-Είναι πού δεν κινδυνεύει κανείς να τους συναντήσει στο σπίτι σου.
Σελίδα 190
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου